Ysabel
Florentino – ¿Por quien grita la memoria?
Γέννημα ονείρου γηγενούς,
Σαν καθετί που γεννιέται στ’ αρχίνημα του κόσμου,
Τον θρήνο των προγόνων σου αναβάσταξες
Της χαμένης σου φυλής τις δίχως όνομα κραυγές
Βιβιάνα, συ γνώστρια της ισχύος του νερού και του φωτός,
Έρχεσαι τις πληγές μου να γιατρέψεις,
Συ που τους καιρούς όλους τους γιατρεύεις,
Χωρίς να ζητάς πράμα γι’ αντάλλαγμα,
Έλα τώρα, σήκω, σήμερα έχεις να γιατρέψεις
Την καρδιά της Χουανίτα της λαχειοπώλισσας,
Τα ορφανά στήθη της παιδούλας στη γωνία,
Κείνης που, τέσσερις το χάραμα, σέρνει τη θλίψη της
Σ’ ένα δρομάκι στην ελεύθερη ζώνη,
Κείνης που παριστάνει ότι τη χαίρεται τη μοναξιά,
Και σβήνει τα ίχνη των βημάτων της το κλάμα.
Της γυναίκας που βλέπει τη μοίρα της στην πλάτη ενός άντρα,
Της γυναίκας που δείχνει τις πληγές της στον άνεμο
Που θέλει να σβήσει τη μνήμη
Γιατί υπάρχουν πολλά ακόμη άρρωστα πρόσωπα
Σαν το δικό μου
Στης νύχτας τις ώρες.
Του κοριτσιού που, μικράκι, με τις κούκλες του ακόμα,
Φυλά στο βλέμμα του το ψωμί που δεν έχει στο τραπέζι του.
Ο καθρέφτης μου δεν ξέρει τ’ όνομά σου, μα σένα σε ξέρει,
Πρέπει ξανά να ’ρθει τ’ άγιο έργο των χεριών σου,
Πρέπει το μυστήριο των ματιών σου να φανεί
Μας πρέπει μια επωδή που τον δρόμο μας θ’ ανοίξει,
Εμάς που ’μαστε απόγονοί σου,
Πρέπει να σβήσουν τα ύδατά σου τα χνάρια των αγνώστων
Ώστε ο τόπος μου τον πόνο να γιατρέψει
Βιβιάνα, που εκεί στον ουρανό σκίζεις τα σύννεφα,
Του σούρουπου η κραυγή
Ακόμη αντηχεί στις συνειδήσεις
Ανδρών και γυναικών
Που βαδίζουν επί των μυστηρίων σου τα ίχνη.
Αρνιέται στην κοιλιά του να σε θάψει
Κλείνει τις πύλες του
Ο άνεμος σου κράζει
Βιβιάνα ντε λα Ρόσα
Το κοιμητήρι ο τόπος σου δεν είναι
Το σώμα σου μονάχο του θα πάει
Εκεί απ’ όπου πηγάζουν τα νερά της αγριάδας των ιθαγενών
Η αυγή σβήνει τ’ όνομά σου απ’ τη γη που σ’ ανέθρεψε
Σαν προφέρεις το χώμα
Δεν αρκεί να ξεπλένεις τον πόνο μου αν με το αίμα σου της Ανακαόνα
Δεν ζωγραφίζεις ένα χαμόγελο πάνω στην ψυχή μου
Το ιερό που εσύ στα σπλάχνα σου φυλάς
Όπως εγώ στη μνήμη.
μτφρ. α.κ.
Υ.Γ.
Αυτό το ποίημα είναι ένα από τα τέσσερα
που μεταφράστηκαν από τα ισπανικά
στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Grito de Mujer
και προέρχονται από την ομώνυμη ανθολογία,
με ποιήματα Λατινοαμερικανίδων ποιητριών.
Ευχαριστώ θερμά την Έλενα Σταγκουράκη,
εκπρόσωπο του Διεθνούς Κινήματος Ποιητριών
στην Ελλάδα, για την αποστολή των ποιημάτων,
αλλά και για πολλά ακόμη, που μόνο η Κραυγή
των Γυναικών θα μπορούσε να ομολογήσει.
Πίνακας: Hermann Behrens,
Γυναικείο γυμνό με τον Θάνατο
(αλληγορία της ματαιότητας)
λεπτομέρεια, 1901
Weiblicher Akt mit Tod als Vanitasallegorie
Στη μνήμη της αυτόχθονος Βιβιάνα ντε λα Ρόσα,
Που έζησε και ευημέρησε σε μια σπηλιά στο Μανά
Απεβίωσε το 1925
Γιατί αρνιέσαι
τ’ όνομά σου στη Ζωή,
Βιβιάνα, συ
Ιστορία ενσαρκωμένη στο σκότος των σπηλαίων;Γέννημα ονείρου γηγενούς,
Σαν καθετί που γεννιέται στ’ αρχίνημα του κόσμου,
Τον θρήνο των προγόνων σου αναβάσταξες
Της χαμένης σου φυλής τις δίχως όνομα κραυγές
Βιβιάνα, συ γνώστρια της ισχύος του νερού και του φωτός,
Έρχεσαι τις πληγές μου να γιατρέψεις,
Συ που τους καιρούς όλους τους γιατρεύεις,
Χωρίς να ζητάς πράμα γι’ αντάλλαγμα,
Έλα τώρα, σήκω, σήμερα έχεις να γιατρέψεις
Την καρδιά της Χουανίτα της λαχειοπώλισσας,
Τα ορφανά στήθη της παιδούλας στη γωνία,
Κείνης που, τέσσερις το χάραμα, σέρνει τη θλίψη της
Σ’ ένα δρομάκι στην ελεύθερη ζώνη,
Κείνης που παριστάνει ότι τη χαίρεται τη μοναξιά,
Και σβήνει τα ίχνη των βημάτων της το κλάμα.
Βιβιάνα, εσύ
γεννήθηκες για να γιατρέψεις τα όνειρα,
Τ’ απαυδισμένα
απ’ την κατάστασή μου: της γυναίκας,Της γυναίκας που βλέπει τη μοίρα της στην πλάτη ενός άντρα,
Της γυναίκας που δείχνει τις πληγές της στον άνεμο
Που θέλει να σβήσει τη μνήμη
Γιατί υπάρχουν πολλά ακόμη άρρωστα πρόσωπα
Σαν το δικό μου
Στης νύχτας τις ώρες.
Πρέπει ξανά να
’ρθεις, ανυπόδητη,
Να δεις και ν’
αποκαταστήσεις το μέλλονΤου κοριτσιού που, μικράκι, με τις κούκλες του ακόμα,
Φυλά στο βλέμμα του το ψωμί που δεν έχει στο τραπέζι του.
Βιβιάνα ντε λα
Ρόσα, αυτό είναι τ’ όνομά σου,
Μάνα Σοφή,Ο καθρέφτης μου δεν ξέρει τ’ όνομά σου, μα σένα σε ξέρει,
Πρέπει ξανά να ’ρθει τ’ άγιο έργο των χεριών σου,
Πρέπει το μυστήριο των ματιών σου να φανεί
Μας πρέπει μια επωδή που τον δρόμο μας θ’ ανοίξει,
Εμάς που ’μαστε απόγονοί σου,
Πρέπει να σβήσουν τα ύδατά σου τα χνάρια των αγνώστων
Ώστε ο τόπος μου τον πόνο να γιατρέψει
Βιβιάνα, που εκεί στον ουρανό σκίζεις τα σύννεφα,
Του σούρουπου η κραυγή
Ακόμη αντηχεί στις συνειδήσεις
Ανδρών και γυναικών
Που βαδίζουν επί των μυστηρίων σου τα ίχνη.
Δε λέει το κοιμητήρι
το κορμί σου να δεχτεί
Με το σαρκίο
σου μαζί αρνιέται να το βάλειΑρνιέται στην κοιλιά του να σε θάψει
Κλείνει τις πύλες του
Ο άνεμος σου κράζει
Βιβιάνα ντε λα Ρόσα
Το κοιμητήρι ο τόπος σου δεν είναι
Το σώμα σου μονάχο του θα πάει
Εκεί απ’ όπου πηγάζουν τα νερά της αγριάδας των ιθαγενών
Η αυγή σβήνει τ’ όνομά σου απ’ τη γη που σ’ ανέθρεψε
Σαν προφέρεις το χώμα
Δεν αρκεί να ξεπλένεις τον πόνο μου αν με το αίμα σου της Ανακαόνα
Δεν ζωγραφίζεις ένα χαμόγελο πάνω στην ψυχή μου
Το ιερό που εσύ στα σπλάχνα σου φυλάς
Όπως εγώ στη μνήμη.
μτφρ. α.κ.