[...]




 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Ούρλιαζε «La ottava meraviglia! La ottava meraviglia!» Μα ποιο
Θαύμα; Εδώ έχουμε Ottava, δηλαδή: οκταήμερο (για τη γιορτή), οκτάστιχο
(Για κείνα τα οβρέικα ποιήματα) ή οκτάβα (για τη μουσική), και
Ottobre, δηλαδή: Οκτώβριος (ο όγδοος μήνας) –   
Κι ο Οκτώβρης είναι πάντοτε ένα θαύμα. Είν’ η Κυρά, η που του κόσμου
Τη χωρική ασφάλεια διαλύει, του τυφλωτή το χέρι με τα καθημαγμένα λείψανά του
Είναι Αυτή που κόμπο έκανε τα μέσα μου, και που για χάρη της
Συγχώρεσα διαφθορά κι απάτη, μέχρι και τη λαχτάρα του ξένου
Που η αδράνειά του τον κρατά σταθερά στη ζωή, σε μι’ αθέλητη
Ακόμα μα και πάλι υπάρχουσα ζωή∙ και τι δε συγχώρεσα, αναγνωρίζοντας
Το μοιρολατρικό βλέμμα των γυναικών όταν κάποιος τις ενοχλεί την ώρα που τρώνε
Σ’ εκείνον που επιλέγει να είναι ξένος, αρνούμενος να επιστρέψει
Στην πατρίδα του και αρνούμενος εξίσου να γίνει άπατρις,
Από εκείνη την καταραμένη φιλοσοφία που πείθει τους ανόητους
Πως ελευθερία είναι να είσαι ο πολίτης του τίποτα, δηλαδή, ύστερα από κάποια
Αναγκαστική έκπτωση, πολίτης όλων των τόπων, ενώ στ’ αλήθεια
Δεν είσαι παρά σαν τον ζητιάνο τους, όλων εκτός από έναν τόπο,
Του δικού σου, όπου είσαι απλά και μόνον αχρείαστος –
Άλλο χειρότερο δεν κάνει τον τόπο πιο μισητό στον ιθαγενή του,
Ενώ οι τόποι παραμένουν μακάριοι. Κι οι άνθρωποι έτσι διαστρέφονται,
Αγαπώντας τον τόπο τους μ’ αρρωστημένη αγάπη ή περιφρονώντας τον
Μ’ αρρωστημένη περιφρόνηση: για κείνη τη μακαριότητα που δεν είναι δυνατόν
Να τ’ αντέξει κανείς πως τίποτα δεν μπορεί ’χει επίδραση πάνω της
Ούτε ακόμη η δουλικότητα αυτού που σπαταλά τη ζωή του για να την ακυρώσει
Ούτε ακόμη η δουλικότητα αυτού που σπαταλά τη ζωή του για να την τιμήσει.
Τίποτα, τίποτα χειρότερο από τη χώρα! Τίποτα χειρότερο απ’ τις γέννες!
Τίποτα χειρότερο απ’ τη στέρεη γη, απ’ τους τόπους, τους χρόνους, τα μέσα,

Κι απ’ το κάπως και κάπου κανείς να υπάρχει με κάποιον τρόπο,
Πλανεμένος ή από γέννα απ’ όπου ανδρώνεται προορισμένος
Να γνωρίσει πολλά, πιο πολλά ακόμη απ’ όσα ήδη φέρει,
Δεν υπάρχει έλεος που να ελαφραίνει το βάρος των φαντασμάτων του,
Δεν υπάρχει τύχη, δεν υπάρχει ριζικό∙ αυτό που δεν του χρειάζεται
Είναι ολάκερος ο κόσμος. Μα είναι, πάλι, τόσο σωστός αυτός ο πόνος
Τόσο φιλόξενος είν’ ο ηθμός του, τόσο γαλήνια είν’ η ντροπή του.
Ξένος εκείνος που τον θάνατο ανατρέπει∙ ή κάτι άλλο, χειρότερο
Απ’ τον θάνατο, πράγματα που δεν μοιράζονται, πράγματα
Που δεν τα συμμερίζονται ο ένας με τον άλλον, όσο πιο πολύ θέλοντας
Τόσο κι άλλο τόσο πολύ μην το μπορώντας, σαν να ’ναι μια τρίτη διάνοια
Ξέχωρη απ’ το πείσμα της θέλησης κι απ’ την επιβεβλημένη ανημποριά:
Να μην μπορείς – τούτο μονάχα, ούτε θέλοντας ούτε μη θέλοντας, ούτε κάτι
Παράταιρο μην ορίζοντας την πράξη ή τη σκέψη αυτού που είναι με τον εαυτό του.
Τούτο μονάχα. Κάποιες ώρες που άνθρωπος απλά δεν μπορεί, αν υπάρχει κάτι άλλο,
Κάποια άλλη τροπή για του λόγου του μες στα πράγματα αυτά: τα μόνο δικά του.
[Se questa sarà la volontà di Dio : l'ombra umana in punto di morte
La gazza dietro la finestra ; tutte putrefatte
E lo capro espiatorio è madido di sudore
Bensì si presenta come il vincitore della vita.
Θα ξεκουραστείτε όταν πεθάνετε∙
Θα καταλύσετε σε τόπο όταν κατέβετε στον Άδη.
(Maddaloni - Corso I Ottobre, MMXVI)] Πώς πορευόμαστε λοιπόν;
Με τους Επιφανείς Θεούς και με το κρέας για τα κανόνια;
Πώς πορευόμαστε κάτω από τούτα τα βαθύγκριζα σύννεφα
Όπου σαν γύπες γύρους φέρνουνε οι γλάροι
Κι εκείνη η μαυροντυμένη γριά, που τ’ ασημένια, ώς το σαγόνι της, μαλλιά
Ποτέ δεν μάκρυναν, χρόνια τώρα, πετάει ψωμί στα περιστέρια της
Ολόιδια που ’ναι με κοράκια; Ή μήπως μ’ εκείνον τον θρύλο για της ζούγκλας
Τ’ ανθρωπόμορφο θεριό, π’ αν σ’ έβρισκε μονάχο να κοιμάσαι
Κάτω από ’να δέντρο –ειδικά κάτω από ’να δέντρο– ακροπατώντας έφτανε
Και σου ’κοβε το κεφάλι (γι’ αυτό κι εγώ, κι όπου μου πείτε θα ορκιστώ,
Χρόνια τώρα κοιμάμαι κουκουλωμένος ίσαμε το καύκαλο
Και δεν ξανοίγομαι που να βγάζω την μπέμπελη, χειμώνα καλοκαίρι).
Εμένα δεν μου λέει τίποτα να βλέπω τους άνδρες να σκοτώνονται, γιατί είναι
Ένα άχρηστο θέαμα. Δεν υπάρχει σ’ αυτό η προϊστορική λογική
Που μόνο η πάλη μεταξύ του άνδρα και του ταύρου κατέχει.
Λέω πως τίποτα δε μου λέει τίποτα. Κι αν κάτι, μόνο κάτι, μόνο, ελάχιστο
Με βρει, είτε συμβεί κοντά μου είτε σε μένα μες στον εαυτό του βιωθεί, εγώ
Στην Κυρά μου θα το δώσω. Σ’ εκείνη που ’ρχεται με όλους μου τους τρόπους –
Σαν τους σωρούς των ερειπίων σιωπηλά, ή σαν
Τους λάκκους όπου διαβρέχονται λινά, είτε, απ’ την άλλη,
Κράζοντας ωραία κι αργά, καθώς όταν μαζί αντηχούνε
Οι θόρυβοι: της βροχής, των ζώων και των καμπάνων.
Να, λοιπόν, π’ όλη η θέα σου είναι μι’ αστάθμητη θάλασσα, που εγώ, μόνο εγώ,
Σαν να μην υπήρχ’ άλλος, έχω καλέσει. Πηγαίνω, κι είν’ η πράξη μου αυτή
Η ανταπόδοση κάποιας λησμονημένης χάρης. Και θ’ αντέξω, αν, λέω, αν,
Αναγνώρισα, μέσα σ’ όλα τα λόγια, της ταπείνωσής μου τον ασπίλωτο φθόγγο.
Κι όχι από κείνον τον νόμο που οι ρίζες των σημάτων τον φτάνουν ώς πέρα
Και μ’ αφήνει κουφό, μέσα σ’ ένα ανάλαφρο αίσθημα
Και δε διέκρινα ακόμη τι κατορθώθηκε
Κι έχασα την υπομονητική ανθοφορία των ελαιών,
Τον μοιραίο κι άπληστο ύπνο της θάλασσας
Όπου είναι αρετή για το πνεύμα η νηπιότητα
Και η αλήθεια συμφωνεί μ’ αυτά που βρήκε η πλάνη στη μάντεψή της
Όπου σε μια δράκα μαλλιά η με το μια σταλιά γοργόνειο πόρπη δέχτηκε κι αρνήθηκε
Όπου σε μια δράκα λαιμούς το μαχαίρι δέχτηκε κι αρνήθηκε
Κι η πλάτη της ομίχλης ριγούσε φορτώνοντας το πέρασμα των ματιών Της –
Την εποχή που ξεβγάζει τις οινάνθες καθώς τις έφηβες τ’ αδέρφια τους
Στον πεζόδρομο με τα καφενεία όπου ίσως και να τις διαλέξουν οι γαμπροί
[κι όχι «οὔπω γένυσι φαίνων τέρειναν ματέρ᾽ οἰνάνθας ὀπώραν», 
(Nemean, V:VI), ή, τουλάχιστον, όχι ακριβώς, ή, τουλάχιστον, όχι ακόμα].
Κι όχι από τ’ Άγιου Πέτρου τη χολή σε μια σπασμένη χολή κότας.
Κι όχι από τ’ Άγιου Σεβαστιανού το αίμα στο σκληρό αίμα των λεχώνων.
Τούτ’ οι αιώνες ανήκουνε στους στείρους∙ των στείρων, τούτες οι μέρες,
Το δικαίωμα, καθεμιά νύχτα: των στείρων η φερνή∙ στους στείρους έρχονται
Ο ουρανός κι η γη, στους στείρους οι θεοί και κάθε γένος,
Στους στείρους πάντοτε τα πάντα∙ θάνατο εσύ δε φύλαξες για μας,
Καν, δηλαδή, θανάτου ειρήνη, καν του θανάτου τη χαρά.
«Ημών τα ιμάτια: υμών τα νοήματα».
Ήμεν, ήμεν, ήμεν.
Είναι για σένα, φόβε κάθ’ έρωτα, που η ζωή επιστρέφει.
[Επειδή με μαύρη κιμωλία σε κοινό χαρτί
Ζωγράφισε το μάρμαρο όπου θα σμιλευόταν η μορφή
Της Βασίλισσας των Βασιλέων.
(Roma, MDXXXIV)]




Α.Κ.

[από τις Σιγκιρίγες για τον Ταύρο του Τερουέλ]