Χανς Γιάκομπ Κρίστοφελ φον Γκρίμελσχάουζεν - Βίος και Πολιτεία του Αγαθόπιστου Τόιτς (απόσπασμα)


ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Θέματα της ταπεινής καταγωγής και της κατ’ αυτόν τον τρόπο ανατροφής του Αγαθόπιστου.

Εμφανίστηκε στους καιρούς μας (τους οποίους πολλοί θεωρούν και τελευταίους), στον απλό κοσμάκη, μια σοβαρή ασθένεια που κάνει όσους πάσχουν από αυτήν (τόσο ώστε να φτάνουν στο σημείο είτε να μαζεύουν αποφόρια ή να κάνουν παζάρια ώστε, παρά την αφραγκία τους, να φορούν εκείνη τη βλακώδη φορεσιά της μοδός, με τις χιλιάδες μετάξινες κορδέλες, είτε, από ’να τέχνασμα της μοίρας, να πείθουν πως έχουν πολυμήχανο μυαλό) να περνιούνται με την πρώτη για τζέντλεμεν ή αριστοκράτες από παλιά τζάκια. Αν και συνήθως αυτό που συμβαίνει είναι οι πρόγονοί τους να ήταν μεροκαματιάρηδες, αμαξάδες και χαμάληδες, τα ξαδέρφια τους να οδηγούσαν γαϊδούρια, οι αδερφοί τους να έκαναν τα παιδιά για τα θελήματα ή τους φοροεισπράκτορες, οι αδερφές τους να ήταν πουτάνες, οι μανάδες τους τσατσάδες, ναι, ακόμη και μάγισσες, σχεδόν όλη τους η φάρα, τέλος πάντων, να ήταν βουτηγμένη στις βρομιές, όπως η συντεχνία των ζαχαροπλαστών της Πράγας. Ναι, ετούτες οι καινούργιες φύτρες αριστοκρατίας είναι τόσο μαύρες όσο κι αν είχαν γεννηθεί κι ανατραφεί στη Γουινέα.
            Με καμιά δύναμη δεν θέλω του λόγου μου να προσμετρούμαι σ’ ένα τόσο αγαθιάρικο πόπολο, αν κι ’ναι αλήθεια πως πολλές φορές φαντάστηκα πως η σκούφια μου κρατάει από κάναν μεγάλο άρχοντα ή, έστω, έναν ιππότη, σαν να ’μουν από τη φύση μου φτιαγμένος ν’ ακολουθήσω τη ζωή ενός ευγενούς, μην έχοντας τίποτα εκτός από φράγκα. Είναι επίσης αλήθεια, χωρίς πλάκα, πως η γέννηση και η ανατροφή μου μπορούν να συγκριθούν μ’ εκείνες ενός πρίγκιπα, αν παραβλέψουμε μια μεγάλη διαφορά στο πιστοποιητικό… Πώς; Δεν είχε ο κύρης μου (έτσι λένε τους πατεράδες στο Σπέσαρτ) το δικό του παλάτι σαν όλους τους άλλους, τόσο όμορφο όσο ποτέ δεν θα μπορούσε να το ’χε χτίσει με τα χέρια του ένας βασιλιάς; Αλλά ας τ’ αφήσουμε αυτά. Το σπίτι ήταν ασβεστωμένο, κι αντί για κεραμίδια, ψυχρό μόλυβδο και κόκκινο χαλκό, η στέγη του ήταν φτιαγμένη μ’ εκείνο το ξερόχορτο όπου φυτρώνει το εκλεκτό καλαμπόκι, κι εκείνος λοιπόν, ο κύρης μου, θέλοντας να επιδεικνύει εντιμότερα το μεγαλείο και τα πλούτη του, είχε το τείχος γύρω απ’ τον πύργο του χτισμένο, όχι από πέτρα, που ο κόσμος τη βρίσκει στο δρόμο ή σκάβει γι’ αυτήν στη γη σε χέρσους τόπους, ούτε μ’ εκείνα τα μίζερα ψημένα τούβλα που μπορούν να πλαστούν και να καούν στο πόδι, όπως έκαναν άλλοι μεγάλοι άρχοντες, αλλά χρησιμοποίησε δρυ, αυτό το μεγαλόπρεπο και κερδοφόρο δέντρο, όπου πάνω του γίνεται το καπνιστό λουκάνικο και το ζαμπόν και που για ν’ αναπτυχτεί πλήρως θέλει τουλάχιστον εκατό χρόνια∙ και πού λοιπόν να βρεθεί ένας μονάρχης να τον μιμηθεί; Τη σάλα, τα δωμάτια, τα ιδιαίτερα τα είχε βάψει μαύρα στην εντέλεια με καπνό, μόνο και μόνο γι’ αυτόν τον λόγο, επειδή αυτό είναι το χρώμα που αντέχει περισσότερο απ’ όλα, και δεν χρειάζεται τόσο χρόνο για ν’ αγγίξει την τελειότητα όσο ο καλλιτέχνης που δουλεύει τον τελειότερο πίνακά του. Οι ταπετσαρίες ήταν φτιαγμένες απ’ τον πιο λεπτεπίλεπτο ιστό, υφασμένες από αυτήν που κάποτε προκάλεσε τη Μινέρβα σε κλωστική μονομαχία. Τα παράθυρα ήταν αφιερωμένα στον Άγιο Πάπυρο, μόνο και μόνο γι’ αυτόν το λόγο, επειδή αυτό το χαρτί χρειάζεται περισσότερο χρόνο για ν’ αγγίξει την τελειότητα –κρίνοντας απ’ τη σπορά της κάνναβης ή του λιναριού απ’ το οποίο είναι φτιαγμένο– απ’ το καλύτερο και καθαρότερο κρύσταλλο του Μουράνο∙ αφού οι εμπορικές του συναλλαγές τον έκαναν να πιστεύει πως όσο περισσότερο κόπο ήθελε κάτι για να παραχθεί τόσο ανέβαινε το κόστος του, και πως, κατ’ επέκταση, όσο πιο υψηλό ήταν το κόστος ενός πράγματος, τόσο πιο πολύ ταίριαζε στην αριστοκρατία. Αντί για παρατρεχάμενους, λακέδες κι ιπποκόμους, είχε πρόβατα, κατσίκια και γουρούνια, που συνήθως με περίμεναν στο βοσκοτόπι ώσπου να τα γυρίσω σπίτι. Το οπλοστάσιό του ήταν γεμάτο αλέτρια, αξίνες, τσεκούρια, τσάπες, φτυάρια, δικράνια και τσουγκράνες, όπλα με τα οποία εξασκείτο κάθε μέρα – η στρατιωτική του εκπαίδευση περιελάμβανε τσάπισμα και σκάψιμο, όπως αυτή των Ρωμαίων σε καιρό ειρήνης. Ο ζυγός των βοδιών ήταν η στρατηγία του, οι σωροί της κοπριάς ήταν η οχύρωσή του, η πλακόστρωση της γης ήταν η εκστρατεία του και ο καθαρισμός των στάβλων ήταν μια ευγενική ασχολία και άσκηση. Μ’ αυτά τα μέσα κατέκτησε τον κόσμο ώς εκεί που ’φτανε, και από κάθε συγκομιδή έπαιρνε τα πλούσια λάφυρά του. Αλλά εμένα δεν μου κάνουν τίποτα όλα αυτά, δεν βρίσκω λόγο να κομπάσω τέλος πάντων, και κανείς δεν μπορεί να με χλευάσει σαν καθέναν απ’ αυτούς τους νέας εσοδείας αριστοκράτες, αφού θεωρώ πως δεν είμαι πιο ψηλά απ’ όσο ήταν ο κύρης μου, που ζούσε σ’ έναν έντιμο και μακάριο, να πούμε, τόπο, στο Σπέσαρτ, όπου οι λύκοι καληνυχτίζουν ο ένας τον άλλον αλυχτώντας. Αλλά, και πάλι, ακόμα δεν έχω πει ούτε μια λέξη για τη φαμίλια του κύρη μου, αφού και αίμα και όνομα δεν έχουν ιστορία, εφόσον μάλιστα δεν υπάρχουν και τίποτα αριστοκράτες πρόγονοι, στους οποίους θα μπορούσα να ορκιστώ για την αλήθεια των λόγων μου. Οπότε, είν’ αρκετό να πω πως γεννήθηκα στο Σπέσαρτ.
            Αφού, λοιπόν, έγινε κατανοητό πως ο τρόπος ζωής του κύρη μου ήταν πέρα για πέρα ευγενικός, καθένας που διαθέτει λίγο νιονιό μπορεί να καταλάβει πως η ανατροφή μου ήταν ανάλογη, κι ας μην νομίζει κανείς πως θέλω να τον εξαπατήσω, αφού, μέχρι να γίνω δέκα χρονών, είχα ήδη διδαχτεί τις αρχές των ευγενικών ασχολιών του πατέρα μου – ωστόσο, μπορώ να συγκρίνω αυτές τις συγκινητικές σπουδές μ’ εκείνες του περιβόητου Αμφιστείδη, για τον οποίον ο Σουίδας αναφέρει πως δεν μπορούσε να μετρήσει παρά μέχρι το πέντε. Αφού ο πατέρας μου τύχαινε να ’χει πνεύμα τόσο δυνατό, ήταν επόμενο ν’ ακολουθήσει τη ρότα των ημερών του, οπότε και οι άνθρωποι κάποιας ποιότητας δεν ταλαιπωρούσαν τους εαυτούς τους με τις σκοτούρες των βιβλιοφάγων, όπως τους λένε, και είχαν τους μισθωτούς τους να χύνουν μελάνι γι’ αυτούς. Από την άλλη, του λόγου μου τα κατάφερνα πολύ καλά στην τσαμπούνα, επιδεικνύοντας ζήλο οδυνηρό. Μα όσον αφορά στις γνώσεις περί των θείων, κανείς δεν θα μπορούσε να με πείσει πως υπήρχει έστω κι ένας στα χρόνια μου σ’ ολάκερη τη χριστιανοσύνη που θα μπορούσε να με ξεπεράσει, εφόσον δεν γνώριζα τίποτα απολύτως ούτε για θεούς, ούτε γι’ ανθρώπους, ούτε για παραδείσους, ούτε για κολάσεις, ούτε για αγγέλους, ούτε για δαιμόνους, ούτε για τη διαφορά του καλού απ’ το κακό. Οπότε, μπορεί να γίνει εύκολα κατανοητό πως εγώ, με τέτοιες γνώσεις θεολογίας, ζούσα καθώς οι Προπάτορές μας στην Εδέμ, οι οποίοι, στην όλη τους αθωότητα, δεν ήξεραν πράμα γι’ αρρώστια και για θάνατο, πόσο μάλλον γι’ Ανάσταση. Ω ζωή ευγενική! (ή, όπως κανείς θα έλεγε καλύτερα, ω ζωή του ευγενούς!) όπου κανείς δεν σκοτίζεται για την ιατρική. Μ’ όλα αυτά λοιπόν, μπορείς εύκολα να εκτιμήσεις την επάρκειά μου στη μελέτη της νομολογίας κι όλων των άλλων τεχνών κι επιστημών. Ναι, βρισκόμουν σε μια τέτοια άγνοια που δεν ήξερα καν πως δεν ήξερα τίποτα. Οπότε, επαναλαμβάνω, ω ζωή ευγενική, που κάποτε σε ζούσα! Του κύρη μου δεν του ’μελε να με υποφέρει τόσο καιρό ώστε να νιώσει κι εκείνος αυτήν την ευτυχία, αλλά το θεώρησε σωστό, ως γόνος ευγενών που ήμουν, να με μάθει να πράττω ευγενικά και να ζω ευγενικά. Και κάπως έτσι ξεκίνησε να μ’ εκπαιδεύει γι’ ανώτερα πράγματα, που μου έδωσαν κι ανώτερα μαθήματα...

 


Μτφρ. Α.Κ.