[...]


 
 
Περπατήσαμε ίσαμε δύο χιλιάδες λι νοτιοανατολικά της γης των Κανγκ
Είδαμε τη μυρίκη, το πεύκο και το ακόνιτο της γης των Γουάν –
Που ’τανε Τα σ’ αλήθεια, κάθε σπίτι και βασιλιάς, μεθυσμένοι ολημέρα –
Όπως μας είχε πει ο άντρας που λάτρεψε τους χίλιους Βούδες.
Τα δόντια των αλόγων των Χαν, που ’σπειραν απ’ το Ίνγκελχάιμ ώς την Ορλεάνη,
Πάει, θεριέψαν' κιόλας. Πίσω στην Πύλη του Νεφρίτη σαν να βλέπω
Το ζώο που θα πήγαινε το γράμμα μου, αν το ’στελνα. Μα δεν το στέλνω.
Σαν τι σ’ εκείνη για να πω; Πως ήμουν ένας ζητιάνος, ένας κλέφτης;
Δεν βγάζει λένε ήρωες το Τσινχάι.


Α.Κ.