saltatio humanorum


Στον Ν.Τ.
au-delà de la mort

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Στέρωμα δω δε βρίσκεται∙ ούτε αστέρια∙ πέτρα.
Πέτρα και χώμα, μάρμαρο, πηλός: με μαύρο μέλι
Στάχτη, νερό, λάδι, μαλλιά – δυο μέτρα για δυο μέτρα:
Μικροί όσοι χωρέσανε στη σκοτεινή κυψέλη

Όμως πολλοί. Τους άκουσα. Τους είδα. Αλλά όχι∙
Σ’ εμένα δε μιλήσανε, κι ας ’ξεραν πως υπήρχα
Για τη μορφή μου έπιανα στη λαμπερή τους κόχη –
Σα ζωντανού, ορκίζομαι – κι ο δύσμοιρος συνήρχα

Φθόγγο λαχτάρας, φώνημα οδύνης, τρόμου σ’ ένα
Για να ’ρθω δω να έβρω τους, να πω και να μου πούνε.
Το ίδιο στοχαζόμαστε – αφού ’ναι μία η γέννα –
Μα τι μιλώ δεν ξέρανε, κι εγώ σαν τι μιλούνε.

Ένας, μια, ένα μην ερθεί; Κάποιος να κράξει κάτι;
Κόλαση, μα σαν σ’ όνειρο, που ήχος δεν τη φτάνει
Και κάποιος κάτι να ’κραζε, διαβάτης σε διαβάτη,
Θα σαν αυτό το μάντεμα που δίνουν οι τσιγγάνοι

Στις άκληρες, το χέρι τους κάνοντας πως διαβάζουν,
Το καρποχέρι, που ’φερε τάχα δωνά το βρέφος:
Όσα σημάδια η φλέβα τους, τόσα παιδιά∙ και κάζουν
Οι αλαφρές τα λόγια τους στην κάσιδα για στέφος –

Στέφος για στέρφα, αλίμονο. Του ρήγα τους στ’ αγκάθια
Και στις βρομιές του κράτους τους, το δε δικό στα λόγια.
Φέρτε, καλοί, και μπήξετε σπαθιά πά’ στ’ ασπαλάθια.
Φέρτε, καλοί, και σφάξετε τους σκύλους και τα βόδια

Φέρτε τις νιες Μεσσήνιες και γρες απ’ την Καρία
Αυτούς!, πείτε, θρηνήσετε, που φεύγουν σ’ άλλα μέρη
Όπως θρηνάει, ανίσχυρος, κι ας όλ’ οργή, πικρία,
Ο που ’χει το μαχαίρι του, αλλά δεν έχει χέρι.

Εσύ λοιπόν που είσαι εδώ, ελευθερία, που πρώτη
Από τις άλλες λευτεριές θαρρεύεις να μιλήσεις
Α σ’ αδικούνε οι θρήνοι τους, τι κάνεις πια; Παρότι
Τέλος δεν είσαι, μ’ άλλη αρχή, δήθεν καλό της χτίσης,

Πού πας τους π’ απαντέχουνε να έβγεις για να έβγουν,
Απ’ τη ζωή του αδύνατου πού πας τους αδυνάτους;
Ίδια μοιραία που φτάνουνε – κι αν φύγουνε, δε φεύγουν –
Οι αρραβωνοί στις φίλες τους κι οι αρρώστοι στους θανάτους.

Δεν με ρωτάς το πώς θα μπω μετά στην κάμαρά της
Το χέρι το σεντόνι της αργά για να τραβήξει
Και μες από τον ύπνο της να δω απ’ τη χαρά της,
Για μια στιγμή ζεσ’ το ’μα της, να ψάχνει να μ’ αγγίξει

Κι ύστερα, σαν θυμήθηκε το σώμα της τον πόνο,
Να πέφτει πάλι, αλλ’ ήσυχη που ’χα γυρίσει πίσω.
Πόσο μ’ αγάπα! Αλίμονο. Πώς να της πέψω στόνο.
Εκεί που γαμοφίλησα πώς να νεκροφιλήσω.

Δεν με ρωτάς τι θα της πω. Εγώ όμως γνωρίζω.
«Είδα έναν τόπο ολόφωτο, σα νιόχτιστη τη γη,
Κι ένα ποτάμι απλήγωτο, σαν να μην ’κύλα, γκρίζο,
Όπως είχε κοιμίσει το η άσχολη αυγή.

»Στις όχθες ήταν άνθρωποι, λίγοι, καλοί. Μπροστά σου
Καμώνονται απαράλλαχτα ό,τι ζητάει η φύση
Κι αποτραβιούνται ύστερα στο μόνοιασμα του δάσου
Λες και τους έχουν κι έχουνε κι οι ίδιοι λησμονήσει.

»Δεν τον φρικιάζει τίποτα αυτόν που πάει καλλιά του
Και χαίρει καθώς χαίρεται το έγκλειστο πουλί
Σαν έρχετ’ ο αφέντης του κι ακούει τη λαλιά του –
Κρατούμενο, μα άκου το. Γλυκά για το κρατεί.

»Γι’ αυτό, αγαπημένη μου, μην ξενυχτάς, κοιμήσου.
Μη με κοιτάς στα χείλια μου, στα μάτια, χέρια∙ φτάνει∙
Δε σου ’φερα την κόλαση σιμά του παραδείσου
Σου έφερα τον θάνατο να δεις προτού πεθάνει».
 

Α.Κ.
 
___
 
 
Εικόνα: Dellamorte Dellamore (Cemetery Man), dir. Michele Soavi, 1994