ΟΚΙΚΟΥ, ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΠΗΓΑΔΙΟΥ


Katsushika Hokusai's print depicting Okiku , 1830
Ίδια κατάρα∙ πάντοτε∙ για το μηδέν από το στόμα μηδενός
Με δίχως χώρα, χρόνο, γλώσσα, μέτρο, ιδέα και σχήμα.
Δεν ξέρω αν είναι τραγούδι αυτό ή αν κομμός, αν κανενός
Κακοθανάτου στρίγκλισμα απ’ της νυχτιάς το τρήμα,
Τότε που ήρεμα είναι όλα, σιγαλά, που τέτοιαν ώρα
Ποιος φρόνιμος θε να ’φερνε στο νου του μια ιστορία
Για κάποια σκλάβα –πνεύμα στα πνεύματα πια τώρα–
Θύμα ανδρός μισού. Του αφέντη. Που η ανανδρία,
Αφού η σκλάβα αρνήθηκε να γίνει ερωμένη, τον έβαλε
Κι έκρυψε το ’να από τα δέκα χρυσά πιάτα του, μηνώντας
Πως είτε ερωμένη θα γινόταν, είτε στον κόσμο θα τη διέβαλλε
Σαν κλέφτρα. Κι εκείνη διάλεξε: να πέσει αυτοκτονώντας
Στο πηγαδάκι της αυλής. Μα, ναι, τέτοιαν ώρα, κάθε βράδυ
Λίγο ξυπνούσε στον τάφο τον υγρό της, μετρούσε ώς το εννιά
Κι όταν έφτανε στο δέκα, ορμούσε έξω από το σκοτεινό πηγάδι
Και μ’ ουρλιαχτά, με κλάμα πλήρωνε τον πόθο του φονιά,
Ώσπου συνέβη αυτό που πάντοτε συμβαίνει, όταν στο διάβα
Των αδίκων πέφτει των δίκαιων η δίκη: μια χαμοκέλα
Γίνεται τ’ ανάκτορο και το χρυσάφι στάχτη, γίνεται η σκλάβα
Λεύτερη –στο θάνατο– κι ο αφέντης σκλάβος γίνεται – στην τρέλα.

 

Α.Κ.