[sua cuique persona]


Domenico Veneziano - Adoration of the Magi (detail) c. 1440-43
Περίμενα να νιώσω μια τέτοια ανία στη σκέψη πως έχω μπροστά μου ένα τετράωρο ταξίδι, που θα ’πρεπε να πέσω με τα μούτρα στο εκίμπεν μου, να τα κατεβάσω όλα μονοκοπανιά και να περάσω όλη την υπόλοιπη ώρα σε κωματώδη κατάσταση, προσπαθώντας να λύσω τα υπαρξιακά μου ερωτήματα, με πρώτο και κύριο γιατί τρώω τόσο πολύ και μάλιστα χωρίς να μασάω, αφού το στομάχι μου δεν αντέχει, γιατί είμαι τόσο λαίμαργος, γιατί δεν έχω καθόλου μυαλό μες στο κεφάλι μου πια. Όμως δεν είχα όρεξη για τίποτα. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν ένας πίνακας του Ντομένικο Βενετσιάνο, η Προσκύνηση των Μάγων, εκεί όπου κάπου στην αριστερή ακρούλα είναι ζωγραφισμένο το άσπρο άλογο με τον μεγαλύτερο άσπρο αλογίσιο κώλο όλων των εποχών. Μιλάμε για έναν κώλο σαν της αγελάδας, που μόνο η ουρά το εναρμονίζει με την πλούσια τάξη ολόγυρά του, μ’ αυτό το τόσο αριστοκρατικό, τόσο ακριβές πλέξιμο, που όχι μόνο του προσδίδει αίγλη, αλλά και καταφέρνει, παρά την ισχνότητα του μαλλιού, να κρύψει τέλεια την κωλοτρυπίδα του, που αν φαινόταν και αυτή μέσα σ’ όλα, θα είχαμε να κάνουμε με μια εξαιρετικά αμήχανη κατάσταση, μολονότι οι κωλοτρυπίδες των αλόγων έχουν μια όψη πιο φυσική ακόμη κι από εκείνη των γατιών ή των μαϊμούδων.

Στην πρώτη στάση που κάναμε, παρατήρησα δυο σπουργίτια πάνω σ’ έναν σιδερένιο φράχτη στον σταθμό, που κάθε τόσο έφευγαν, κυνηγώντας το ένα το άλλο, κι επέστρεφαν φτεροκοπώντας όποτε ένα τρίτο, οπωσδήποτε ανεπιθύμητο, έμπαινε ανάμεσά τους. Σκέφτομαι τα δυο μάτια που τα κοιτάζουν. Όχι. Φαντάζομαι το είδωλό μου να στέκεται δίπλα μου και να κοιτάζει τα μάτια ενός κτήνους που έχει την επιλογή να μην είναι κτήνος. Κι αν ακόμη μπορεί να πιάσει αυτά τα δυο όμορφα μικρά πουλιά, να τα πνίξει, να τα γδάρει και να τα φάει, δεν νιώθει καμία ανάγκη να το κάνει. Ίσως επειδή είναι πολύ μακριά του για να μπει στο λούκι να σηκωθεί να τα πιάσει.

Ξεκινήσαμε πάλι, πηγαίναμε προς τον επόμενο σταθμό, όπου θα κάναμε άλλη μια στάση κι έτσι θα πήγαινε μέχρι να φτάσω κι εγώ στη δική μου. Σε κάθε σταθμό θα ’βλεπα τα μπουλούκια να μπαινοβγαίνουν, χλωμά μπουλούκια ανθρώπων με τούφες από τα λεπτά μαύρα μαλλιά τους να τους μπαίνουν μπροστά στα μάτια απ’ αυτήν την αλλόκοτη κίνηση φούριας και ματαιότητας που τους υποδεικνύει πώς να σέρνουν τα πόδια τους από το ένα μέρος στο άλλο ώστε να μην μένουν στάσιμοι, αλλά να μην κατασκοτώνονται κιόλας. Αυτές οι ράτσες σκέφτονται σε μια διάφορη γλώσσα, μια γλώσσα που, όποια κι αν είναι, είναι ξένη, έτσι που στο δικό μου μυαλό να μοιάζουν σαν να μην σκέφτονται καθόλου, σαν να μην έχουν σκέψη. Κι όμως, σίγουρα έχουν σκέψη, απλώς είναι μια σκέψη που συμβαίνει στη δική τους γλώσσα. Και μπορεί να σκέφτονται πράγματα πολύ ζωντανά, καθημερινά πράγματα, τα παιδιά τους, τα σκυλιά τους, τους μεγάλους ποιητές της χώρας τους, την εκμάθηση της μουσικής, ένα τάμα σε κάποιον θεό ή το περίσσευμα του μηνιάτικου για την αγορά ρούχων. Κι αν οι γλώσσες μας είναι διαφορετικές, εκείνοι δεν είναι λιγότερο υποψιασμένοι από μένα, δεν είναι λιγότερο πονηροί από μένα, κι αν εμένα μου φαίνεται πως είναι μια ράτσα ανθρώπων που δεν έχει σκέψη επειδή δεν βλέπω στα μάτια τους τη σπίθα της ίδιας γλώσσας, ακριβώς το ίδιο θα φαίνεται και σε κείνους για μένα.

Το τρένο πήγαινε, πήγαινε, πήγαινε. Περνούσαμε από λιακάδες κι από βροχές, από τα πυκνοκατοικημένα κέντρα και τα ξεροχώραφα, από γέφυρες με θέα κάποιο προάστιο που όσο το κοιτούσα μου θύμιζε όλο και πιο πολύ τη Ναγκόγια, που κάθε κομμάτι της είναι χωρισμένο στα δυο, από τη μια με τις σύγχρονες κατοικίες της κι από την άλλη με τις παλιές γειτονιές, όπου τα μόνα χρώματα που υπάρχουν σ’ αυτήν εκτός από το γκρίζο και το μπρούτζινο των δρόμων και των εγκαταλελειμμένων βιοτεχνιών είναι συσσωρευμένα στα φουσκωτά παιχνίδια που κρέμονται με μανταλάκια πάνω από τα φτωχομάγαζα, για να προσελκύσουν τα πιτσιρίκια που βγαίνουν για ποδήλατο από τις στοές μέχρι το τέλος της συνοικίας τους, απ’ όπου ξεκινούν οι αναβαθμισμένες γειτονιές με τις μονοκατοικίες.

Δεν ήξερα αν όλο αυτό ήταν μια αδιάκοπη κίνηση, αφού ο ένας σταθμός δίνει τη θέση του στον άλλον, ή μια αδιάκοπη στασιμότητα, αφού η κίνηση αυτή δεν παύει να είναι μια κίνηση μεταξύ στάσεων. Η Ομορφιά ελκύεται από την ιδέα της στάσης∙ μέσα στα ίδια αυτά μάτια που συλλαμβάνουν χιλιάδες πιθαμές τόπων, χιλιάδες εκφράσεις προσώπων, χιλιάδες συσπάσεις ανθρώπινων φωνών και βρομιές πάνω σε δέρματα αδέσποτων ζώων συντελείται η παράνοια που μεταμορφώνει τα ζωντανά πλάσματα έτσι ώστε να τα προσαρμόσει στον κάθε χώρο, ανάλογα με το αν πρόκειται για χώρο στάσης ή κίνησης. Τα καφέ, τα εστιατόρια, οι πλατείες, ακόμη και τα μαγαζιά είναι γεμάτα από πλάσματα που, όσο λίγο ή πολύ κι αν ανταποκρίνονται στην αισθητική καθενός, η στασιμότητά τους τα κάνει όμορφα, σχεδόν οικεία. Η ασχήμια, όμως, προσκολλάται στην κίνηση: οι δρόμοι, τα λεωφορεία, τα τρένα ναι μεν μαζεύουνε πλάσματα, αλλά δεν καταφέρνουν να τα κρατήσουν παρά για λίγα λεπτά, κατά την κίνηση καθένας είναι παροδικός, καθετί είναι παροδικό, ολότελα ξένο και, εντέλει, άσχημο. Η φρίκη ενός βαγονιού βρίσκεται στην αμηχανία των άκρων που τραντάζονται, των ιδρωμένων μυτών, των αχτένιστων μαλλιών, των σάπιων χεριών, ποδιών, δερμάτων, στις πλαδαρές σάρκες, στα κόκαλα, στα μάτια που δεν έχουν πού να σταθούν. Όλοι οι άνθρωποι είναι άμοιροι μπροστά στην αίσθηση των μετάλλων. Αλλά, μέσα στην όλη δύσκολη κατάσταση του κινούμενου βαγονιού, υπάρχει κάτι που κάνει τους ανθρώπους να νιώθουν οικεία μεταξύ τους, σαν συγγενείς, που μπορεί να συμπαθεί ο ένας τον άλλον, να τον ανέχεται ή να τον σιχαίνεται, χωρίς όμως η σχέση να σπάζει.

Απέναντί μου κάθεται ένας στραβοχυμένος τύπος, λευκός, ξανθωπός, με μεγάλη πλάτη και ευρύ, χωριάτικο κώλο, σαν το άλογο του Βενετού. Ο λαιμός του είναι χωμένος ανάμεσα στους ώμους, το κεφάλι γυρίζει όποτε επιθυμούν να γυρίσουν τα μάτια. Τα μάτια αυτά, που κοιτάζουν μονάχα σ’ ευθείες, σαν του αλόγου, συσπώνται χωρίς ν’ αγγίζουν τα βλέφαρα, σημάδι πως ο άνθρωπος αυτός δεν έχει καθόλου σκέψεις. Το παντελόνι του είναι διάστικτο από μπογιά τοίχου, ενώ η περιβολή του κατά τα άλλα απαρτίζεται από μια χοντρή γκρίζα μπλούζα, παλιά αθλητικά παπούτσια και μια σχολική τσάντα, που μοιάζει άδεια. Έχει τεράστια, σκαμμένη μύτη κι όλη του η όψη μοιάζει κάπως χαρακωμένη, τόσο που δείχνει μεγαλύτερος στην ηλικία απ’ όσο είναι. Αυτή του η στάση, με τον λαιμό του χωμένο ανάμεσα στους ώμους και τα μάτια του σαν του αλόγου, καθώς και με τα γιγάντια πόδια του ανοιχτά, αφημένα όπως όπως στη σιγουριά του καθίσματός τους, φωνάζουν από μακριά: ο άνθρωπος αυτός δουλεύει. Ο άνθρωπος δουλεύει. Ναι, η μεγάλη στάση στην Ιστορία: ο άνθρωπος δουλεύει. Ο άνθρωπος δουλεύει. Κι αυτός ο συγκεκριμένος άνθρωπος, που δουλεύει, δείχνει τόσο κουρασμένος, τόσο σπαταλημένος, κι από την ώρα εκείνη κι από τη μέρα εκείνη κι από την εβδομάδα του όλη κι από την ζωή του όλη, όπου το τίποτα κινείται μπρος πίσω και πάλι μπρος και πάλι πίσω. Ο άνθρωπος δουλεύει, μπαίνει στο τρένο να γυρίσει στο σπίτι του και δεν είναι ικανός πια να σκεφτεί τίποτα παρεκτός το κέλευσμα του ενστίκτου που του υποδεικνύει σε ποια στάση πρέπει να κατέβει για να πάει στο σπίτι του, αν και βαριέται τόσο που θα ευχόταν το σπίτι του να ήταν χτισμένο ακριβώς απέναντι από το τέρμα της διαδρομής, ώστε να μπορεί να κερδίσει λίγη ακόμη ώρα καθισμένος στη θέση του, όπου δεν χρειάζεται να κινείται, να γίνεται αντιληπτός από την πλάση. Όταν ο άνθρωπος κατεβαίνει στη στάση του έτσι σκέφτομαι: πηγαίνει σπίτι του; Ναι, το πιθανότερο. Ζει με άλλους; Ζει μονάχος; Με τους γονείς του ή με τα παιδιά του; Μήπως έχει σκύλο, γάτα, χρυσόψαρα; Κι είναι άραγε η κούραση που τον έχει κάνει έτσι, η ατμόσφαιρα του απομεσήμερου, ή είναι πάντοτε έτσι, μ’ αυτά τα τρομερά μάτια, μ’ αυτήν την τρομερή μύτη; Ιδού ο άνθρωπος που δουλεύει. Αναλώσιμος, εκφυλισμένος στο πνεύμα και στο σώμα. Εκφυλισμένο γένος. Τώρα τον κοιτάζω, άραγε αντιλαμβάνεται ότι τον κοιτάζω; Άραγε αντιλαμβάνεται ότι τα σκέφτομαι όλα αυτά; Υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα που παρατηρούνται και ίσως να λέγονται ή να γράφονται ύστερα. Όσα απ’ αυτά τα πράγματα είναι ζωντανά, άραγε έχουν καμιά πιθανότητα ν’ αντιληφθούν ότι μετατρέπονται σε κάτι πέρα απ’ αυτό που είναι; Με φαντάζομαι να κάθομαι στην άδεια θέση δίπλα του και να του ψιθυρίζω: «Τι ψηφίζετε, κύριε;». Εκείνος θα με κοιτούσε απορημένος. Εγώ θα συνέχιζα: «Να ψηφίζετε ό,τι θέλετε, κύριε, έχετε πολλές επιλογές, οι καιροί βοηθάνε σ’ αυτό, αλλά μην ξεχνάτε από πού προέρχεστε, μην ξεχνάτε ότι οι πλευρές είναι δύο κι εσείς πρέπει να διαλέξετε τη μία. Διαλέξτε σωστά». Και ίσως να το συνέχιζα. Είσαι εργάτης, μην ξεχνάς πως είσαι εργάτης, κάνε επιτέλους αυτό που πρέπει. Εμείς είμαστε εδώ για σένα. Εμείς είμαστε εδώ για τους Εκφυλισμένους. Εμείς είμαστε οι Εκφυλισμένοι. Αν πιστεύαμε πραγματικά στην Επανάσταση, το πρώτο μας μέλημα θα ήταν να προστατέψουμε εκείνους που δεν μπορούν να επαναστατήσουν. Σταθείτε εδώ, σ’ εμάς, στην αγκαλιά μας. Αυτό είναι πίστη, και δεν έχετε τίποτα πέρα απ’ αυτό.



Α.Κ.
Ο Αποκεφαλιστής (απόσπασμα)