[...]

Άλμπρεχτ Ντύρερ - Δέσμη Μενεξέδες, περ. 1502

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Όλοι είναι οι θεοί της επανάστασής τους:
Οι σύντροφοί τους πρέπει να είναι κατ’ εικόνα τους,
Ο αποδιοπομπαίος τράγος τους πρέπει να παίρνει
Τις αμαρτίες των κατ’ εικόνα του, κι όποιος δεν είναι
Κατ’ εικόνα τους πρέπει να αποκλείεται από τη Σωτηρία∙
Εκτός πια κι αν έχετε την εντύπωση πως είμαστε εδώ
Για να σώσουμε τους εχθρούς μας∙ εκτός πια κι αν έχετε
Την εντύπωση πως είμαστε εδώ για να φυλάξουμε το ψωμί
Αυτών που κοιμούνται∙ εκτός πια κι αν έχετε την εντύπωση
Πως θ’ αγαπήσουμε ό,τι είναι ξένο για μας,
Αφού ό,τι είν’ οικείο δεν άντεξε αγάπη άλλη παρά τη γέννηση
Και δεν έμαθε ν’ αγαπά λιγότερο παρά τον θάνατο αγαπώντας
Τη στιγμή του θανάτου του, που ήρθε καθώς το κτήνος του κόσμου
Έρχεται, και ο κόσμος που δεν γνώρισε κόπο ανοίχτηκε
Στη στροφή των ασμάτων όπως αν είχε συλλάβει το εύρος
Της κατοικίας τους σαν τον σκοπό ενός νόμου άλλου, ενός
Σχήματος άλλου, που τα ελζεβίρ του δεν έχασαν την ευθύτητά τους.
Ας έχουν τουλάχιστον τα υμνητικά τους τροπάρια, ας έχουν
Την όρεξη των κετζάλ που, κι αποσταμένα στην εξορία τους, τρύζουν.
Δύσμοιροι, δύσμοιροι, δύσμοιροι,
Κόπηκε της οργής όλων ο νεφρός, κατέβηκε
Κι ανέβηκε, ανέβηκε κατέβηκε αμέτρητες φορές
Μέσα εκεί της άρνησής τους όλων το αγέρι∙
Και το νεύρο στεγνό απ’ το χαμένο δέρμα του,
Και το κεφάλι γυμνό απ’ το χαμένο δέρμα του,
Και τα δάχτυλα βαριά από το κρατημένο δέρμα
Σαν καναβάτσο τρύπιο στο σημάδι των ματιών.
Μάζεψε η νύχτα τα κομμάτια της νυχτός∙
Κομμάτια φθόγγοι, αβλαβείς, σαν του παιδιού η λαλιά κοιμώμενοι
Στων λουλουδιών τους κάλυκες, στον ήχο της θαλάσσης
Και τα πλεούμενα δεμένα στη γροθιά του λιμανιού
Αυγή να μη γνωρίζουνε, τον ίδιο τους τον ήχο να μην ξέρουν.
Και μόνο, ύστερα: από το στόμα ξένων ειπωμένες ιστορίες ξένων·
Άραγε ακόμη αιμορραγεί το Ιερό Αγκάθι;
Άραγε το αχ ούσκα, το κάμπιλ ουστ ακόμη με τα κύματα φρουμάζει;
Άραγε το ελάφι κι ο μονόκερως να πάνε ακόμη αντάμα;
Ή μήπως από μήτρα μονοκέρατη –αυτό που ’χουν για χώρα–
Μορφή γεννιέται τελειωμού· και να παρακαλεί ο λαός:
Φέρτε σε πέρας τις γιορτές σας· κομμάτια μόνο
μη με κάνετε∙ καν είμαι δέσμη μενεξέδες
Καν ένα φύλλο άσπρο χαρτί.
Νά ’το το έθνος μου: είναι ο όχλος.
Επιτέλους, τι νομίζετε πως κάνουμε εδώ πέρα;
Τίποτα δεν εξαφανίζεται, υπάρχουν όλα αλλάζοντας –
Να το θυμάστε: η αναρχία και το δρέπανο είν’ ένα·
Αν και για σας είναι να έρθει ένας καιρός της βασιλείας,
Να το θυμάστε – σ’ ανθρώπου παιδοφάγου,
Σε κερασφόρου ανθρώπου χρόνο, όπου κομμάτια τρεις φορές,
Σε βρώση, λόγχισμα και γήρας, γίνεται η όποια βασιλεία,
Κοιτάζετέ το στην προμήθεια των τροφών, στη δοκιμή των σειρήνων,
Στη συνίζηση των εδαφών και στην πλύση του στόματος των παιδιών,
Σε μια φιάλη οδοντικό βερνίκι και μια καθαρτικό από ιαλάπη,
Στον μόλυβδο και στα είδη των χορών γι’ αυτούς που ’ναι μικροί στα χέρια,
Στα θανάσιμα άλματα των νεαρών γυναικών, στο πάστωμα των δολωμάτων,
Σ’ ένα κουτί σαβοϊκά μπισκότα, σ’ ένα σημείωμα απά’ σε σαρδελόχαρτο,
Στους λάκκους στις ρίζες των καστανιών, στο ξέσπασμα σε κλάματα,
Στα ενδύματα των ερημιτών, στη σηροτροφία και στ’ αποδιαλεγμένα γνάφαλα.
Νη τον ακινάκην.
Δεν θα γυρίσουμε εμείς με άδεια χέρια
Δεν θα δεχτούμε ούτε θ’ αρνηθούμε
Δεν πρόκειται ποτέ να ορκιστούμε
Στη σάρκα και στα οστά, στ’ αστέρια και στα σκότη –
Ψοφάνε οι αδύναμοι για δόξα
Τ’ αρνιά ψοφάνε για τον πόλεμο των λύκων
Ψοφάν’ οι δύσμοιροι για κάτι τέτοια.
Σαν φίδια θα συρθούμε ώς τους θριγκούς
Σαν κλήματα με τις ξυλοδεσιές θα ενωθούμε.
Κτήνος γεμάτο λόγια∙ ξάστερη η κόλαση:
Το λιόγερμα, με τη μακρόσυρτη φωνή των γερακιών
Ψιλή να κρέμεται στα ρεύματα των ήχων
Που ενώνουν κορφή με κορφή, λόφο με λόφο
Κι οι κεραυνοί συστρέφονται καθώς τ’ αρπαχτικά∙
Πάρτε από μένα τώρα το κεφάλι μου,
Τα χέρια μου, πρησμένα από θυμό,
Την απόκρυψή μου πάνω στη στροφή της προσευχής,
Τη φωνή μου τη γέρικη πάνω στα γελαστά κλωνάρια.
Ετούτο το προσέφερε ο Ρόμβος, γιος του Πάλου
Να το θυμάστε: η σωτηρία της ψυχής∙
Ετούτη κι αν είναι θυσία∙ ν’ αφιερώνουμε εαυτόν εις την ελευθερία
Με αντάλλαγμα την αιωνιότητα –αν είναι αιωνιότητα–
Και μιαν ωραία νεκρολογία – αν περιμένουμε να την ακούσουμε νεκροί
Κι όχι με δάνειο θάνατο γεμάτοι ζεστό αίμα
Σκλάβοι των σκλάβων μια ολάκερη ζωή. Εγώ δεν είμαι βάρβαρος για να φωνάζω∙
Κάντε ό,τι καταλαβαίνετε, αλλ’ όμως κάνετέ το
Με τον γερμανικό τρόπο – πάντοτε: για παράδειγμα,
Να μιλάτε στον πληθυντικό στους καταδικασμένους σε θάνατο.
Αυτή ’ναι μια καλή αρχή – και οι καλές αρχές χαρίζουν καλό τέλος.
Ή, αλλιώς, με τον ρωμαϊκό τον τρόπο:
Ένα φριχτό τέλος είν’ η καλύτερη αρχή –
Κι αν τ’ αληθές των λόγων μου πρέπει να αποδείξω,
Ορίστε, εδείτε τη, την όμορφή μας νύφη,
Γερή και φαρδολάγονη και νέα νέα ακόμα,
Ένας στρατιώτης την τραβάει απ’ τα μαλλιά
Αλλά κι αυτόν με τη σειρά του τον τραβάει
Από τα πόδια ο άντρας της, στα γόνατα πεσμένος –
Η μοίρα του ηττημένου: από ικέτης θεών, ικέτης ανθρώπων–
Ορίστε η Καρθαγένη μας, ολάκερη – έχει πέσει
Και τα πυρρότριχα οχυρά της είναι τώρα
Στήθη λευκά σ’ ένα κομμάτι αράβικο όνυχα
Αγκαλιασμένο από γερμανικό χρυσάφι
Αξίας δώδεκα χιλιάδων δουκάτων –χώρια ο χρυσός–
Για το βραχιόλι μιας μικρής Πομόνας
Και του μικρού Βερτούμνου της την κουρασμένη αγάπη∙
Μα θα ’λεγα, χίλιες φορές η πέτρα του Αύγουστου σαν πρώτα
Παρά σαν τώρα μπιμπελό για τους Αψβούργους.
Mon pauvre, pauvre Dioscoride!
Εκεί όπου ο Απόλλωνας της Ιεράπολης συνέτριψε τον Πύθωνα,
Τον προστάτη της Φωκίδας και της Απουλίας, και ο Μιχαήλ των Κολοσσών
Συνέτριψε τον Δράκοντα, τον γκρεμιστή της Φρυγίας, ρίχνοντας και την Ιεράπολη
Και τις Κολοσσές κι ολάκερο το Ντενιζλί ώς το Ικόνιο και πέρα ακόμη,
Ο ήλιος τρέχει υγρός πάνω από ρήγματα σαν από βαθυπράσινο νεφρίτη
Κι υπάρχει ακόμη λίγο χιόνι στα βουνά∙ οι μυσικές πηγές ακόμη παγωμένες,
Ο Λύκος άγριος σαν δεμένο σκυλί. Τούτους τους μήνες, για τη γη
Κανείς δεν έχει ακόμα φόβο, αλλά θα ’ν’ άσχημα όταν θα πιάσει ζέστη,
Θα ευχόμαστε ο άνεμος τις τάφρους να γεμίσει∙ αυτές, που κάθονται
Σαν άντερα μέσα σ’ ετούτη τη στενή λεκάνη, τις συμφορές του κεφαλιού
Πληρώνοντας αντί για το κεφάλι. Mon pauvre… Pauvre !
Στα νοικοκυρεμένα κοιμητήρια∙ για ντόπιους και για ξένους,
Για γραικούς, για οβριούς και για αδιάβαστους προδότες
Κι άκλαυτους, με φιρμάνι: είκοσι, είκοσι τριών, ας πούμε είκοσι πέντε χρόνων,
Για παράνομες πράξεις εναντίον του σουλτάνου, κι αλλιώς:
Σαν ζωντανοί χωρίς τα λογικά τους, όχι, σαν ζωντανοί ίσως ούτε κι ούτε
Και νεκροί· μες στο κελί, στο πατρικό τους σπίτι, μες στον τάφο,
Κάτι σαν μούρμουρο κάτι σαν να ψάλλει, να θρηνεί, μονολογεί
Τον Οίκο του Ευφραθά· καθώς πουλιά – που δεν είναι στη φύση τους να άδουν
Και φτιάχνουν φωλιές από ελιά στις στήλες της Εδέσσης.
Μα συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη,
Καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ᾿ ἀλλήλων ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει
Τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων
Καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων.
Κι άλλοι στον δρόμο του δεξιού χεριού κι άλλοι στου αριστερού χεριού τον δρόμο
Κι αυτοί απ’ το Λόθιαν ίσαμε τη Μασαχουσέτη
Από τα δεκατέσσερα παιδιά και τα τριάντα δύο εγγόνια στα δεκαπέντε παιδιά
(Και σ’ άγνωστο αριθμό εγγονιών)
Να ακονίζουν τα κατάρια τους, για χάρη μιας γυναίκας,
Κόρης ενός αιρετικού, απ’ τ’ Ανατολικά, εκεί όπου πιπιλάνε
Μια καραμέλα: Θεός και γη∙ και τίποτ’ άλλο. Μιας τέτοιας το λοιπόν,
Μιας ξεσκισμένης∙ σαν να μην ήταν, από κάποια ηλικία κι ύστερα,
Μεγάλο σκάνδαλο να ξαμολάς κι άλλα παιδιά, κι όσο να πεις,
Δεκαπέντε κουτσούβελα σημαίνει δεκαπέντε συνευρέσεις,
Δεκαπέντε επιτυχημένες συνευρέσεις, χώρια οι αποτυχημένες,
Τουλάχιστον διπλές και τριπλές, και κάπως έτσι
Ο λογαριασμός φουσκώνει πολύ, ακόμη και για ένα παντρεμένο ζευγάρι.
Αχ! Εγώ τον άνδρα μου πως θα ’χανα φοβήθηκα
Μα, ντρεπόμενη στους άλλους μπρος να κάνω τον σταυρό μου,
Στον καμπινέ εκλείστηκα, κι εκεί σταυροκοπήθηκα
Με κάνα δυο δάκρυα στα μάτια, λέγοντας μια αυτοσκέδια προσευχή,
Ξέροντας πως είν’ αμαρτία να κάνεις στο μέρος τον σταυρό σου
Σαν όμως στον παπά ξομολογήθηκα, μου είπε, ε, άμα ντρεπόσουν,
Τότε είσαι εντάξει, τέκνον μου, δεν είναι αμαρτία.
Dio mio, Dio mio, perchè mi hai abbandonato?
Eravate soli, e io non ero qui per voi
Ho pianto in silenzio per ogni notte lunga
Dimmi, dimmi, perché ti sei dimenticato di me?
Μια φορά στη ζωή μου δεν υπάκουσα
Μια φορά στη ζωή μου.
Lunga è la notte
Tutti gli esseri umani sono polvere.
Δεν θα υπάρχει πια ούτ’ ένα νεύμα στους αγαπημένους μου,
Τη χειραψία της αλήθειας δεν θα σχηματίσει ούτ’ ένας,
Σαν το σπασμένο στάχυ τείνοντας το λυγισμένο χέρι του
Για να χαρώ πως έχουμε ξανανταμώσει.
Και είπα: Ουίλιαμ! Ουίλιαμ! Δεν πιστεύω
Τί-πο-τα. Τίποτα. Ούτε λέξη. Και φώναξα.
Και να δέρνεται το ατσάλι μου στους καπνισμένους λόφους
Και να με τρων τα ούλα μου συχνά σαν αρρωσταίνω
Και να μασώ τη σάρκα μου, τα νύχια γύρω απ’ τα δόντια μου να μπήγω
Και να μη βρίσκω ησυχία∙ αλίμονο, στον τόπο οπού ’χω έρθει∙ αλλά∙
Κι έχω να το λέω, εγώ δεν πίστεψα ποτέ πατρίδα, οίκο, λάβαρο,
Δεν πίστεψα στα ονόματά τους, στα αίματά τους, στις γλώσσες,
Στις σημαίες τους, δεν μου καίγεται καρφί αν θα καταστραφούν
Τα ξόανά τους, αν θα μουτρώσουν οι θεοί τους, αν τα σπίτια τους
Θα πέσουνε, αν θα τους σφάξουνε τα μούλικά τους.
Εξαιτίας μιας χούφτας ξεβράκωτων
Γίναμε ρεζίλι στον σουλτάνο
Εξαιτίας μιας χούφτας φονιάδων
Γίναμε ρεζίλι στον εκλεκτό λαό του θεού
Εξαιτίας μιας χούφτας φτωχών
Γίναμε ρεζίλι στην πατρίδα μας
Πότε επιτέλους θα πάρουμε το μάθημά μας;
Πότε θ’ αρχίσουμε ν’ αγνοούμε τους λαούς για τους τύπους;
Λυπάμαι, αλλά δεν είμαστε απολίτιστοι,
Δεν είμαστε οικονομικά αμόρφωτοι,
Δεν είμαστε μικροί κι ανέμελοι,
Δεν είμαστε ελευθέρας βοσκής,
Δεν είμαστε ρίζες,
Δεν είμαστε ίσα κι όμοια
Πιστεύουμε στην ισοτιμία των νόμων και των λουκάνικων
Μπορούμε να κρατήσουμε τους νόμους
Μπορείτε να κρατήσετε τα λουκάνικα.
Mon pauvre : Είμαστε το κατακάθι του κρασιού μέσα στον κύλικα του κόσμου,
Το τηγανισμένο ψωμί από αλεύρι τριγωνέλλας
Που παχαίνει τα κοριτσάκια της Καρχηδόνας πριν τον γάμο,
Η μήτρα από μέλι και σουσάμι.
Γιατί τη φόρα των μεγάλων μυαλών την κόβει η Ιστορία
Και όλες οι ιδέες είναι καλές ιδέες, ώσπου ν’ αρχίσουμε να λέμε για συμβάντα
Κι εκεί να δούμε πόσα απίδια πιάνει ο σάκος. Το λοιπόν: όχι άλλες τρέλες.
Οι αφεντάδες είναι αφεντάδες γιατί φτιάχνουν δρόμους
Κι αν θέλετε να είστε αφέντες, κι αν θέλετε αφέντες
Να σας κράζουν: Φτιάξτε.
Φτιάξτε δρόμους,
Και να σας αγαπούνε αφήστε τους, λέγοντας κάτι σαν:
«Στον καιρό τους εμείς κοιμόμασταν με τις πόρτες ανοιχτές»
Αυτοί που στον καιρό σας δεν ξαγρύπνησαν
Μπρος απ’ τους ανοιχτούς τους τάφους.
 
 
 
 
 
Αγγελική Κορρέ