[ΔΟΚΙΜΑΖΩ ΜΕ ΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΩΝ ΧΕΙΛΕΩΝ]



Fabian Buergy, Metronom des Todes, 2014
Κλαίω. Όχι από λύπη ούτε από χαρά. Δεν έχω τι άλλο να κάνω – ο ήλιος με αφιερώνει στον εαυτό του. Δεν θέλω να ησυχάσει η καρδιά μου, μήτε τα γόνατά μου να ξεχάσουν των κεφαλιών τα χνάρια. Τι άλλο για την αποθέωση του πολέμου αν όχι ετούτη εδώ η κατακορεσμένη ιστορία; Τώρα, που δεν υπάρχει σάλιο, αλλά, στεκάμενος πάνω σε νεότητα όπου δεν έχω υπάρξει πιο όμορφος, πάντως σίγουρα πιο ραδιούργος από τον πληρωμένο πόρνο Τζάκοπο Σαλταρέλλι και τον κολασμένο Τζουλιάνο των Μεδίκων, μένω σ’ ένα μικρό διαμέρισμα με ξεχαρβαλωμένα παραθύρια στη ντέλλα Κοντότα. Παίρνω την τέταρτη γραμμή που θα με βγάλει μέχρι λίγο πιο κάτω από τον Άρνο κι από κει συνεχίζω την τεράστια διαδρομή με τα πόδια. Πηγαίνω στους κήπους του Μπόμπολι. Εκεί, ο έφιππος Περσέας παλεύει με τα νερά, τ’ άλογό του βυθισμένο ως τα καπούλια στην αταραξία τους, την πότε φαιά στο χρώμα της ελιάς ή της σήψης σαν τα τάσια με το νεράκι των περιστεριών και των γατιών στα νεκροταφεία, την πότε σμαράγδινη τόσο που το πολυτιμότερο πετράδι, κι αν της δανείζει το όνομά του, γονατίζει μπροστά της ανίκανο ακόμη και να ηττηθεί∙ σ’ αυτές τις αποχρώσεις, ανάλογα με τις ώρες και τις εποχές, τα νερά των κήπων του Μπόμπολι ξεπερνούν και τη μουσική ακόμα. Καμιά οκτάβα δεν μπορεί να κατέβει στο βάθος της πρωινής τους θολότητας ή ν’ ανέβει στη διαύγειά τους την απογευματινή∙ όπως οι κλίμακες είναι η χαρά των κωφών που δεν θα νιώσουν ποτέ τον οδυρμό του παραλογισμού, μες στον οποίον αυτοί οι περιορισμένοι κύκλοι γεννάνε το άπειρο, έτσι και οι αποχρώσεις είναι η χαρά του τυφλού, που ποτέ δεν θα κλάψει πάνω από τα νερά του Μπόμπολι σπέρνοντας κατάρες στη φυσιολογία των ματιών, που όχι μόνο πληγώνουν τον άνθρωπο μαθαίνοντάς του την ομορφιά ενός πράγματος ανύπαρκτου, αλλά κι αυτό το ανύπαρκτο ακόμη δεν το δίνουν καν σ’ όλη του την πληρότητα.
Με το φόβο ότι για να πληρώσω τα ναύλα θα χρειαστεί να κάτσω στον οδηγό, πήρα ταξί και πήγα στην πλατεία Μάσσιμο ντ’ Ατζέλιο. Ήθελα να κάνω κούνια. Με λύπη διαπίστωσα πως όλες οι ωραίες ξύλινες κούνιες είχαν πια αντικατασταθεί απ’ αυτά τα καθισματάκια για μούλικα, ενώ το πλακόστρωτο δάπεδο ήταν καλυμμένο από μια μαλακιά αηδία όπου υποτίθεται πέφτεις χωρίς να χτυπάς. Γιατί δεν αφήνουν το παιδικό αίμα να χύνεται ελεύθερα, αφού υπάρχει σε αφθονία; Γυρίζω πίσω. Η Παναγία των δικαστηρίων κραδαίνει τον σταυρό της. Πάντα οι ίδιοι πέτρινοι τοίχοι, πάντα η ίδια περιφρόνηση των ανθρώπων που χαιρετάνε, οι αψίδες, οι αμαξάδες, τα φρουτάδικα, τα εγκαταλελειμμένα σινεμαδάκια, τελειωμένα σαν αθηναϊκά τσοντάδικα στην ακμή τους – από αυτά που πληρώνεις όχι για να δεις τσόντα, αλλά για να ακούσεις το τρίξιμο των παπουτσιών πάνω στα χυμένα σπέρματα στα πλακάκια, ή να χαζέψεις τους γέρους που βογκάνε σαν ετοιμοθάνατα παχύδερμα σε μιαν άκρη, χύνοντας όπως όπως και κακομοίρικα, αφού δεν βρήκαν πρόθυμο σύντροφο ούτε στους πληρωμένους αλλοδαπούς. Ήμασταν ωραία κάποτε. Ακόμα και το χειρότερο είχε την αρχοντιά του, είχε την ιστορία του – ίσως αυτό να ήταν η αρχοντιά του πολύ περισσότερο από την ιστορία που διέθετε, η ιστορία που είχε βαλθεί να χτίσει μέχρι τα στερνά. Και τώρα που απόγινε η ιστορία, όλα παρακμάζουν, κακογερνάνε, δεν χειροτερεύουν αλλά μάλλον κάθονται στάσιμα, βαλτωμένα στη βρομιά, σ’ αυτήν τη μυρωδιά του νερουλού σπέρματος και τον ήχο της σπαστής γλώσσας που σου προτείνει: τη μαλαφράντζα μου για μια κονσέρβα φασόλια. Κι όλα έχουν γίνει πια σαν σκατά. Μισοναρκωμένοι, ο ένας δίπλα στον άλλον σε μια σειρά σιδερένια κρεβάτια με τα σκέλια τους ανοιχτά, με τα χυμένα αίματα των εκτρώσεων, αλλά χωρίς τη δυνατότητα στείρωσης, όπως κάνουν στα σκυλιά και στα γατιά. Κι αν απομείνει τίποτα μες στα σπλάχνα, ιδού ο ελεήμων με το ελαφρύ χέρι που ’ρχεται και τα ξύνει, όπως το πεπόνι με το κουτάλι, κανονικό ξεκούφισμα, τρίμματα κρέατος, κόρες, γιοι, μητέρες, πατέρες. Ο κόσμος δεν ξέρει τι να κάνει τα παιδιά του. Παντρεύονται και γκαστρώνονται χωρίς να ξέρουν γιατί, γεννοβολάνε δίχως σκοπό, σακατεύονται για να μπορούν τα ταΐζουν αυτό που γέννησαν. Αυτή είναι η ουσία της ζωής τους, το φαγάκι τους, το κόμμα τους κι ένας θριαμβευτικός ψόφος. Φτιάχνουν έναν λαό που δεν μπορούν να του υποσχεθούν καμιά εξουσία, με τον ίδιο τρόπο που φτιάχνουν θεό, για να μπορούν να επαίρονται ότι δεν του χρωστούν καμιά προσευχή. Να, είμαι ολόκληρος ο ατιμασμένος λαός της Κηδάρ, ο υιοθετημένος που του απέκρυψαν την υιοθεσία του, και πράττω απαθής πράξεις αγιότητας που σημαίνουν βεβήλωση και όλοι μου οι ύμνοι δεν ήταν τίποτα πέρα από ένα ελαφρό τραγούδι για τον κατευνασμό της αϋπνίας. Αν ο Κύριος επιτρέπει σ’ έναν αμαρτωλό να γευτεί ζωντανός την κόλασή του, τότε η δική μου είναι τούτη η πλήξη. Σέρνομαι στα πατώματα με τα βρώμικα μαλλιά κολλημένα στον αυχένα και το μέτωπό μου από τον ιδρώτα, απλώνω τα χέρια μου και κρεμιέμαι από τα κάγκελα του μπαλκονιού μου, ανασηκωμένος όσο μπορώ, ώστε να κοιτάξω τον ουρανό και να παραληρήσω, σίγουρος πως γεννήθηκα πριν αιώνες ενώ δεν έχω προλάβει να ζήσω είκοσι χρόνια. Η κούραση που προκαλεί η πλήξη είναι ένα μαρτύριο εντονότερο ακόμη των τύψεων από την αδικία κατά των γονέων ή της θλίψης από την περιφρόνηση του εραστή. Εγώ, που δεν είχα μισήσει ποτέ στη ζωή μου, απ’ όταν επέτρεψα να με ρίξουν σ’ αυτό το άγνωρο πάθος, νιώθω πως είμαι ξυπνητός, νιώθω πως όλα τα χρόνια που πέρασα δίχως μίσος ήτανε χρόνια ύπνου κι αγνοίας και τώρα επιτέλους έχω ανοίξει τα μάτια μου κι έχω δώσει ψυχή για πρώτη φορά μέσα σε τούτο τ’ απαίσιο σώμα. Ναι, ναι, νιώθω αυτήν την παρακμή σαν στέμμα ολόχρυσο, πολυποίκιλτο στ’ αχρείαστα στολίδια που ακόμη και η ασίγαστη πείνα ενός φτωχού που ξαφνικά πλούτισε δεν θα καταδεχόταν να επιθυμήσει. Δε μ’ αφορά ποιος εκμεταλλεύεται τον πόνο ποιου. Δε μ’ αφορά η μεγιστοποίηση του πόνου των λαών ούτε η καθαίρεσή του από τη «συναισθηματική συνείδηση» του καθενός κι απ’ όλες αυτές τις βαθυστόχαστες μαλακίες. Μου αρκεί να υποφέρει ένας, μονάχα ένας απ’ όλες τις ράτσες των κατατρεγμένων, ένας φτωχός, μία γυναίκα, ένα σκυλί, και ούτω καθεξής, ναι, ένας, μονάχα ένας, ώστε η φτήνια αυτού του ανθρώπινου βίτσιου της αντιλογίας να με κάνει να σκέφτομαι ότι, λοιπόν, μεσιέ Ζαν, είναι μάταιο να συγκεκριμενοποιούμε τους εχθρούς μας. Ο κόσμος θα φτιάξει όταν όλοι θα κρεμαστούν από τ’ άντερα όλων.
Ευγενικέ κύριε, σας γράφω αραγμένος στο κρασοπουλειό που σας έλεγα – αυτή η λέξη, το κρασοπουλειό, μου θυμίζει τον Φρανσουά, ξέρετε ποιον Φρανσουά, και τώρα που το θυμήθηκα θα γράψω στην αδελφή μου να μου στείλει έναν σουγιά. Πού κολλάει αυτό; Ε, ξέρετε τώρα, ο Φρανσουά ήταν ένας θαυμάσιος μαχαιροβγάλτης στοιχηματίζω ότι, αντί για λάμες, ξίφη, ή μαχαίρια κρέατος, θα προτιμούσε αυτά τα όμορφα μικρά σουγιαδάκια. Όσο για την αδερφή μου, από τότε που μετακόμισε στο Ανεσύ την παρακαλάω να μου στέλνει διάφορα από την Ελβετία, όποτε πηγαίνει, όσο εγώ της στέλνω χρήματα. Τι παράξενο παιδί! Υπερβολικά οικονόμα, φοβάται τόσο τη φτώχεια που δεν ξοδεύει ούτε για νερό. Βλέπετε, εκεί πάνω δεν πίνουν νερά οι άνθρωποι, αυτοί οι καταραμένοι δυσκοίλιοι τοκογλύφοι. Έχουνε μόνο σόδες ή συσκευασμένα μεταλλικά νερά που μυρίζουν χλωρίνη. Το απλό νεράκι που βγαίνει απ’ τις βρύσες τους δεν τους κάνει, η αδερφή μου βέβαια πίνει πια από κει, και μου είπε πως, μέχρι να καταλάβει πως το νερό των βρυσών δεν το πίνουν από βίτσιο και μόνο, κόντεψε ν’ αρρωστήσει από τη δίψα, αλλά μια μέρα, πάνω στην απελπισία της, ήπιε νερό απ’ τη βρύση κι ένας θεϊκός θρίαμβος συντελέστηκε μέσα της, αντάξιος αυτού με τη φαντασίωση του οποίου μας τα πρήζουν οι μεταμοντέρνοι, ότι τάχα η ευτυχία βρίσκεται μες στις χούφτες μας και δεν τη βλέπουμε και λοιπά και λοιπά. Στην πραγματικότητα, η ευτυχία βρίσκεται στα πολλά λεφτά, που δεν έχουμε, στα εξαιρετικά ζευγαρώματα, που δε βρίσκουμε, και στην αγάπη, που τα πολλά λεφτά και το εξαιρετικό ζευγάρωμα είναι τόσο σημαντικά γι’ αυτήν όσο το ακέραιο παντεσπάνι στην τούρτα. Αλλά, για να γυρίσω στην αδερφή μου, δουλεύω σαν το σκυλί για να της στέλνω χρήματα, κι εκείνη ζει με κονσέρβες και νερό βρύσης για να μπορεί να μου επιστρέφει όσα περισσότερα μπορεί. Δεν μπορώ να συνεννοηθώ μ’ αυτό το κορίτσι. Όχι μόνο δε ζει με τις μικρές πολυτέλειες που μ’ ευχαριστεί να ζει, αλλά δεν αγοράζει ούτε τα πράγματα που της παραγγέλνω, δηλαδή βιβλία και σοκολάτες, ενώ εγώ ψωμολυσσάω εδώ πέρα διαβάζοντας βαρετά πράγματα και τρώγοντας άνοστες σοκολάτες. Σας ρωτώ: είναι ζωή αυτή;
            Τέλος πάντων, πάλι φλυαρώ. Ας συνεχίσω με το κρασοπουλειό.  Κάθομαι λοιπόν εδώ πέρα. Εξωτερικά δείχνω μακάριος, γαληνεμένος, αλλά είμαι σφιγμένος και αγχωμένος σαν τις κόκκινες μουσκεμένες σανίδες των βαρελιών του κρασιού που πρήζονται κάτω απ’ το τσέρκι. Ο καθρέφτης πάνω από την μπάρα β’ κατηγορίας όμως είναι με το μέρος μου – η ομορφιά μου, αυτή η παγερή, αυτεξούσια ομορφιά μου είναι στη θέση της. Τα ρέστα μου.
Το βαλκανικό ζουμί που πουλάνε εδώ πέρα για μπίρα αρχίζει να ξεθυμαίνει, πάνω που συλλογιόμουν ότι έχω επιτέλους ανάγκη για κάτι γερό, ό,τι κι αν είναι. Έχω μείνει με δώδεκα χιλιάδες λιρέτες, που ’ναι υπερβολικά λίγες για τις τόσες κακομοίρες που μού κάνουνε τη ζωή δύσκολη για το ένα και το άλλο. Έμεινα με δώδεκα χιλιάδες λιρέτες γιατί αγόρασα κάπου στην πενταπλάσια τιμή ένα ζευγάρι κίτρινα παπούτσια. Έτσι όπως τα χάζευα, είδα πάνω ένα καρτελάκι που έγραφε ότι κόστιζαν οκτώ χιλιάδες λιρέτες. Υποψιάστηκα, αλλά αποφάσισα να κοροϊδέψω τον εαυτό μου. Πήγα να τα πληρώσω, και τότε μου ανακοινώθηκε ότι κόστιζαν ένα σκασμό λεφτά παραπάνω, λάθος ταμπελάκι και τα τοιαύτα. Είχα όμως ήδη προλάβει να δεθώ συναισθηματικά μαζί τους, οπότε τα πήρα. Κι έτσι ξέμεινα μ’ αυτά τα ψιλά, που δεν φτάνουν για τα τσιγάρα μου, για το ψωμί μου, για τα φάρμακά μου, ή έστω για μια γραμμούλα τόσο λεπτή, τόσο ντελικάτη, που μόνο και μόνο για την ομορφιά της μοναδικότητάς της, σαν κάθε πολυτέλεια αποκτημένη από θυσιασμένη ανάγκη, ν’ αξίζει κάθε παλμό της τρελαμένης καρδιάς μου, σαν νιώθω πως πάει να εκραγεί, να εξαϋλώσει το κρέας μου σαν το υδρογόνο που σκάει και ρουφάει την καιόμενη πλάση, ή σαν τον κεραυνό που δεν προκαλεί τόση ζημιά όταν προσκρούεται στο έδαφος όση όταν το ρεύμα του περνάει στις ανθρώπινες φλέβες, σκληραίνοντάς τις αφότου τις έχει γεμίσει με μια γαλάζια φωτιά που μοιάζει με πάχνη, κι όταν πια η φωτιά δέεται να βγει προς τα έξω, μικρά –το ίδιο γαλάζια– κλαδάκια απλώνονται από την κόρη του ματιού στον αμφιβληστροειδή σαν νέος ήλιος, ενόσω μια μελανιά αρχίζει να εμφανίζεται στο μηλίγγι, που όσο σκουραίνει τόσο ο άνθρωπος πλησιάζει το θάνατο, με την επιδερμίδα μονάχα ν’ αφήνει αυτό που ονομάζουμε έννοια της ζωής, όταν όλα τ’ από μέσα έχουν καεί.
Οι άνθρωποι ονομάζουν ναρκωτικά αυτά τα ελιξίρια των οποίων η χρήση υποτίθεται πως ναρκώνει το σώμα, ή την ψυχή, αναλόγως τις ιατροφιλοσοφικές καύλες καθενός που μιλάει γι’ αυτά χωρίς να έχει ιδέα πώς είναι όταν τα έχεις εντός σου, ή έστω πώς μοιάζουν απ’ έξω. Οι περισσότεροι όμως απ’ αυτούς που τα ξέρουν καλά θα συμφωνούσαν μάλλον πως θα έπρεπε να τα λέμε ξυπνητικά, ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων, αφού τα ελιξίριά μας τίποτα δεν ναρκώνουν ούτε τα ίδια καταπαύουν, παρά μόνο όταν έχουν εντελώς χωνευτεί. Δεν χρειαζόμαστε ναρκωτικά για τον πόνο, ο πόνος δε φεύγει και για τίποτα πέρα από μια χαριτωμένη κοροϊδία δε λέμε ότι οδηγηθήκαμε σ’ αυτά αναζητώντας διέξοδο σε μι’ αδιέξοδη ζωή. Το μόνο που υπάρχει μέσα μας είναι μια απολύτως συνειδητή, απολύτως λογική έλξη από τις ηδονές, ηδονές αυτοτελείς και αυτάρκεις, που ο πόνος δεν μπορεί να τις προκαλέσει ούτε η στέρηση να τις εξουσιάσει, που η ψυχή, ακόμη κι αν είναι τραυματισμένη από χίλια δυο, τις αποζητά φυσικά, βουλητικά, αλλά και, πρωτίστως, ανούσια, για κείνη την αρχέγονη υπηρεσία της ευφροσύνης που μόνο η ανουσιότητα φέρνει εις πέρας. Πώς είναι δυνατόν να μην υπάρχει μια λέξη για όλα αυτά, μια λέξη αληθινή, που, για πρώτη φορά μες στην ιστορία της γλώσσας, να αντανακλά το πραγματικό γεγονός, εκείνο το μηδενικό σημείο της παρθενογένεσης της ηδονής, κι όλα τα παρελκόμενά του συμβάντα: τις ποικιλίες των βίτσιων, τις φύσεις των αντικειμένων, τον χρόνο, τον τόπο και τον τρόπο της εκπλήρωσης, την κενότητα του πέρατός της, την ξαφνική γέννα –και όχι αναγέννηση– της νέας επιθυμίας. Μόνο μια λέξη, μια λέξη που το νόημά της και η πραγματικότητά της βρίσκεται μέσα σε όλους και είναι για όλους η ίδια, ασχέτως αν διαφέρει στον καθέναν ως προς την παρουσία, το σύμβολο, το υλικό δίδυμό της. Δεν υπάρχει κανείς που να μην ξέρει αυτήν τη λέξη.
Όποιος αναρωτιέται για μία λέξη, απλώς δεν ξέρει τη γλώσσα καλά. Ό,τι έχετε φανταστεί υπάρχει στ’ αλήθεια. Μια λέξη για την αγωνία μας για τα τυχαία εκείνα σπίτια που, ενώ τα προσπερνάμε, τ’ ακάλυπτά τους παράθυρα μας τραβάνε πίσω, από μια ανάγκη να πιάσουμε, μ’ ένα κι ακριβές κοίταγμα, λίγη από την εικόνα του εσωτερικού τους. Μια λέξη για τους ανθρώπους που παρατηρούμε από σημεία απ’ όπου νομίζουμε ότι εμείς μπορούμε να τους δούμε ενώ εκείνοι δεν μπορούν κι αμέσως μετά, η τρομακτική σκέψη πως μες στην προοπτική σίγουρα υπάρχει ένα μοναδικό σημείο όπου τα βλέμματα θα μπορούσαν να διασταυρωθούν και τον άνθρωπο τον οποίο κοιτάς ολόκληρο θα μπορούσες να τον κοιτάξεις στα μάτια, κι αυτός να σε κοιτάξει πίσω. Μια λέξη για τις άσπρες κηλίδες που αντανακλώνται στο σώμα σου όταν κοιτάς νερό από πάνω ενώ εσύ είσαι στη σκιά και το νερό κάτω από το φως. Μια λέξη για τη σκόνη που φαίνεται μέσα σε μια αχτίνα ήλιου που μπαίνει από μισάνοιχτο παράθυρο. Η λέξη γι’ αυτό το συναίσθημα που νιώθεις όταν πιάνεις τον εαυτό σου να μη σκέφτεται τίποτα σε μια στιγμή που είναι σαν να ξυπνάς από ύπνο, αλλά έχεις την εντύπωση πως στην πραγματικότητα κάτι σκεφτόσουν την ώρα που νόμιζες πως δεν σκεφτόσουν τίποτα, απλώς με αυτό το ρεύμα που σε διαπέρασε τότε που ένιωσες σαν να ξυπνάς, ξέχασες τα πάντα, σαν να σκεφτόταν κάποιος άλλος με το μυαλό σου για λίγο. Η λέξη για τη μία και μόνη έγνοια να μην ξέρεις ποιον να πρωτοφροντίσεις, όταν γεράσουν αυτοί που ενώ ενώθηκαν ακριβώς για τα γεράματά τους, δεν είναι ενωμένοι πια. Γιατί η σκέψη πως αυτοί που αγαπάς δεν αγαπιούνται μεταξύ τους μπορεί να σε στείλει στον τάφο.
Και μόνο ο ήχος της βιόλα ντα γκάμπα με κάνει να αισθάνομαι πως ένα δεύτερο ζευγάρι χέρια ξεφυτρώνει απ’ τα πλευρά μου, και σαν τον Σίβα που χορεύει παίζω τη δράση της μουσικής στη χορδή όποιου άγνωστου οργάνου δίνει ζωή στ’ οτιδήποτε πάνω και πέρα απ’ τον κόσμο. Θα με ρωτήσετε ίσως πώς έφτασα εδώ. Δεν ξέρω.


Α.Κ.
[2008-2015]