[ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΤΗΓΑΝΙΖΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΤΕΞΑΣ]


Η μικρή Μαλίντσε, που στην κοιλιά της έχουν χτιστεί μητροπόλεις και τα πόδια της καταλήγουν στους παραπόταμους που διασχίζουν τον Ατλαντικό ώς τις πηγές του ποταμού Κονγκό, γίνεται η cosa mentale που κανείς δεν θα περίμενε να βρει σ’ αυτά τα σπαράγματα κοινού τόπου. Μια συκοφαντία αρκετά προσεγμένη ώστε να έχει τη δύναμη να ενώσει ό,τι υπήρχε πριν με ό,τι επιθυμείται τώρα είναι ακριβώς αυτό που χρειάζεται για να μετατραπεί ο κόσμος σε μια βραχύβια δυσάρεστη εκτροπή από τη μεγάλη εμπορική λεωφόρο όπου κάθε τόσο, εκεί δίπλα στις ταμπέλες με τα βιβλικά ρητά, συναντούσες και καμιά που με ψιλά γράμματα υπενθύμιζε: «Εσείς θυμηθήκατε ν’ αγαπήσετε τον σκλάβο σας σήμερα;» Κάθε μελαχρινούλα του Στούντιο 12 μοιάζει περισσότερο σ’ αυτό το θυσιασμένο κρεβατωμένο σώμα από κάθε λευκή γιγάντισσα σε στάση γονυκλισίας, που, εκτός απ’ την καλόθυμη αιχμαλωσία τούτων των ερειπίων, δεν έχει καμιά άλλη έγνοια για όσα μπορεί να επιφυλάσσει η απροσδιοριστία του Παραδείσου και των όρων του. Τι προσδιορίζει οτιδήποτε στη ζωή; Το λίπος του σώματος που κλειδώνει στην ασιτία, μια χειρονομία πίσω από ένα παράθυρο, ένα δέντρο που γέρνει. Ναι ή όχι; Δεν γνωρίζω τι μπορώ να ρωτήσω. Δεν νιώθω καμία έκπληξη, για τίποτα, κι αυτό μ’ ενοχλεί πάρα πολύ. Όλα είναι κοινά κι επαναλαμβανόμενα, όλα είναι γνωστά, όλα είναι ανοιχτά. Ούτε εκπλήσσομαι μεν μα ούτε και ευαρεστούμαι ακόμη μ’ εκείνη την επίμονη τάση της γοητείας να παρακάμπτει τα πάντα ώστε ν’ αφοσιωθεί στην επιθυμία, στην υψηλότερη ή στην ευτελέστερη επιθυμία, αρκεί να έχει να κάνει μ’ αυθεντική, με πηγαία, μ’ ολοκληρωτική επιθυμία. Κατανοώ τα πάντα, βλέπω ό,τι υπάρχει πίσω από τα πάντα, εντός των πάντων. Ξέρω σχεδόν τα πάντα, κι όσα δεν ξέρω δεν τα ξέρω επειδή δεν έτυχε να βρεθούν στον δρόμο μου. Ακόμα. Τι ζωή. Τι κοινή ζωή, τι ευτελής ζωή. Η ζωή του μέσου όλων των πραγμάτων –ούτε καν στο μέσον όλων των πραγμάτων ούτε καν ως μεσάζοντας μεταξύ των πραγμάτων–, όπου η γνώση έρχεται έτσι, φυσικά, η ομορφιά έχει παρουσιαστεί σ’ όλες τις εκφάνσεις, η ιστορία μπορεί να προβλεφτεί, η εξορία ν’ ανασταλεί και η έκρηξη να σχεδιαστεί ώς την τελευταία λεπτομέρεια. Μα μέσα σε όλα αυτά δεν υπάρχει ούτε μια στιγμή εκεχειρίας, κατά την οποία ένα κάτι σαν πέτρα θα σε χτυπήσει στο κεφάλι από το πουθενά και θα σ’ αφήσει σέκο, έτσι που θα μπορέσεις ν’ αντέξεις ό,τι είναι να έρθει μετά απ’ αυτό, γιατί θα πάρει χρόνο, χρόνο πολύ να το χωνέψεις ότι κάτι σου ’ρθε απ’ όπου κι αν σου ’ρθε, και η συνέχιση της ζωής μέσα στη δίνη της συγχώνευσης δεν θα ’ναι πια αβάσταχτη, επειδή θα έχεις περάσει σε μια άλλη ζωή, που θα κρατήσει γερά για πολλά χρόνια μέχρι να γίνει κι εκείνη σαν την προηγούμενη. Ένα τέτοιο όνειρο είναι κι αυτό εξίσου κοινότοπο. Η προσδοκία μιας μάχης, η προσδοκία μιας τρέλας, η προσδοκία μιας νέας ζωής, μιας νέας σκέψης. Να κάτσεις στ’ αβγά σου και να τα βγάλεις πέρα μ’ αυτήν την απελπισία είναι κάτι που δεν σου περνά κι εύκολα από το μυαλό.
            Υπάρχει πάντα ένα κενό στην ελευθερία, ένα κενό εκφραζόμενο ως ανησυχία. Κι αν δεν βρίσκεις ησυχία όταν προσπαθείς με κάθε τρόπο να καταστήσεις τον εαυτό σου ελεύθερο είναι επειδή υπάρχει μια πολύ σκοτεινή πλευρά στην ελευθερία. Το καθήκον, πάνω απ’ όλα να κάνεις το καθήκον σου, ένα καθήκον που δεν είναι ούτε νομοτελειακό ούτε ηθικολογικό ή οτιδήποτε τέτοιο, είναι ένα έμφυτο καθήκον που μόνο με την εκπλήρωση του οποίου η καρδιά ησυχάζει, ακόμη κι αν ο νους, η ψυχή και το σώμα υποφέρουν. Μα η καρδιά, η καρδιά ησυχάζει, ησυχάζουνε τα πνευμόνια, κείνες οι δυο χυμογόνες μήτρες, κι η ελάφρυνση της πληρότητας πέφτει μέχρι και σ’ εκείνα τα πεφυσιωμένα ήθη που κάνουν τους ανθρώπους ν’ αρπάζονται απ’ την ελευθερία με κάθε κόστος. Το καθήκον όμως είναι αυτό που ανακουφίζει δίκαια ακόμη και τα μικρά πάθη, με μια μεσσιανική φρόνηση που η πρόθεσή της έπεται των πράξεών της, έτσι που κι εκείνες υπερτερούν τόσο ώστε η αυτοθυσιαστική γαλήνη του σκλάβου να έρχεται ως επιβράβευση. Να είσαι σκλάβος με τη θέλησή σου σε κάτι που αξίζει είναι ένα θαύμα μπροστά στο οποίο η θέληση να είσαι ελεύθερος από συνήθεια στην ορφάνια μοιάζει με τραγωδία. Αυτό είναι το κενό της ελευθερίας, η μαύρη μάζα μέσα στα σπλάχνα που όσο πιο πολύ μεγαλώνει τόσο πιο δύσκολα γίνεται αντιληπτή και κάνει τα πάντα να δείχνουν ανεπαρκή, ανολοκλήρωτα, ατελή. Πάντοτε λείπει κάτι, κάτι που ποτέ δεν αφήνει το παραμικρό στίγμα ταυτότητας, κι όμως κολλά σαν τη βδέλλα σ’ όλα τα συμβάντα, τ’ αφαιμάσσει και φεύγει αφήνοντας την πληγή της αφαίμαξης ανοιχτή και σε σήψη, σ’ εκείνη την κατάσταση φθοράς της οργανικής ουσίας όπου το πρόσωπο του δαίμονα είτε λειώνει στρώμα το στρώμα με τη φρικώδη ενέργεια που στοιχειώνει την ευρωστία εκείνων που απλά ανασαίνουν, είτε φωτίζεται με μια θαυματουργή πειθώ που θα σπρώξει ώς και τους τελευταίους σ’ αυτήν τη νέα, θεμελιακή θρησκεία, απ’ όπου δεν θα βρεις σωτηρία ακόμη κι αν μετανοήσεις.
            Το τέρας πρέπει να ξέρει τη θέση του. Τούτο το άσχημο ζωντανό, άσχημο σ’ ό,τι συνθέτει την ύπαρξή του, ως οντότητα, ως ύλη, ως μνήμη, ως τύπο, ως οτιδήποτε καθείς αγαπά, είναι υποκείμενο στον εκφυλισμό που αποτελεί την πραγματικότητα της ζωής. Η αμετανόητη συσσώρευση διαιωνίζει την ανωμαλία∙ όσο μεγαλύτερο το πλήθος των ανθρώπων, το ίδιο κι ακόμη μεγαλύτερο το πλήθος των διαστροφών, του όγκου του μάγματος των διαστροφών που προκύπτει από την ένωση των γενετήσιων και των επίκτητων διαστροφών, των αναπηριών, των σιριτιών της πανδημίας που αστράφτουν πυώδη στα σκαμμένα μούτρα της οικουμένης. Μια εναντίωση απέναντι στους πάντες και στα πάντα για χάρη ενός τυπικού ιδεώδους γίνεται αυτοστιγμεί ο πυρήνας της αδελφότητας που μαζεύει όλους όσοι το υπηρετούν, ακόμη κι εκείνους μεταξύ τους που το υπηρετούν μ’ έναν λανθασμένο σ’ όλα του, μ’ έναν αρρωστημένο τρόπο, κι όλα γίνονται ωραία ξαφνικά, κι όλοι γίνονται αδέρφια. Στον διάολο να πάνε, κι ακόμη πιο πέρα, κι ακόμη πιο κάτω.
            Όμορφοι σαν τους μαύρους γυρίνους και τα γαλαζοπράσινα κόι, σαν τα στεφάνια από λουλούδια στα κεφάλια των ζώων και τα μικρά έντομα που περπατούν στα παράθυρα, όμορφοι σαν καθετί όμορφο, όσο όμορφο γίνεται καθετί όταν όλα είναι όμορφα. Πόσο έχουμε αργήσει να πεθάνουμε άραγε; Ποιος ξέρει. Η ζωή που αργεί βάζει τα πάντα σε μια σειρά, βάζει τα πάντα στη θέση τους, αυτό είναι το κόλπο, η ζωή ν’ αργεί. Η ζωή ν’ αργεί καθώς σε μεταμορφώνει σ’ ένα μακάριο, άκακο πλάσμα. Αυτό είναι καλύτερο, χίλιες φορές καλύτερο απ’ όλα τ’ άλλα! Η ωριμότητα που δίνει το δικαίωμα της ανταλλαγής, του οποίου τη στέρηση είχες εξαγοράσει μ’ όποιο μάταιο ξέσπασμα σου ερχόταν όταν ήσουνα νέος. Τώρα, τι ωραία, τι ήσυχα! Όποιος ισχυρίζεται πως θ’ απεχθανόταν αυτήν την ησυχία είτε ψεύδεται είτε έχει πειστεί πως η κίνηση είναι ο μόνος τρόπος για να εφεύρει κανείς ένα ψεύδος στα μέτρα του. Μία σκέψη, μία και μόνη σκέψη: να πουλάς την ψυχή σου για να μπορείς να πείσεις τον κόσμο ότι είσαι φίλος μεγάλων ανδρών, ή να πουλάς την ψυχή σου για να μπορείς να πείσεις τον εαυτό σου ότι είσαι όλοι οι μεγάλοι άνδρες που σου χρειάζονται; Ας μην βρεθείς ποτέ σε θέση να τ’ αναλογιστείς. Θα σου τινάξει τα μυαλά στον αέρα. Να ζεις τα πάντα με σκοπό να πεθάνεις δεν έχει μέσα του στάλα ζωής, μήτε έναν στίχο απ’ τη συνείδηση του θανάτου. Κι όταν σου λένε, να θυμάσαι πως θα πεθάνεις, εσύ καταλαβαίνεις  όχι πως τα πάντα είναι μάταια, μα πως η δόξα δεν προφταίνει να ολοκληρωθεί εν ζωή κι αν ζούμε ώριμοι την περισσότερη από δαύτη, είναι για να εξασφαλίσουμε τη δόξα του θανάτου, τη δόξα ενός νεκρού. Αυτή είναι η μόνη μετά θάνατον ζωή που έχεις τα κότσια να καταλάβεις. Οι ουρανοί δεν σου φτάνουν∙ όλο το πρόβλημα είναι πώς θα καταφέρεις να κουβαλήσεις εκεί πάνω τη γη. Το τι θα συμβεί μετά τον θάνατό σου, με τους όποιους όρους, δεν αφορά εσένα, αφορά εκείνους που μένουν πίσω. Μα αλίμονο, μην το κάνεις αυτό. Μην ζεις τη ζωή σκεπτόμενος τη μνήμη της ζωής μετά τον θάνατο. Αν σε νοιάζει τόσο, φρόντισε μόνο για την είδηση του θανάτου σου, φρόντισε να υπάρξει ένα μάτσο ανθρώπων που θα την προσέξει. Μετά, άσ’ το πάνω τους. Να είσαι σίγουρος πως θα βρουν να σου χτίσουν από το μηδέν δέκα ζωές, καλύτερες απ’ αυτήν τη μια που πάλευες εσύ τόσα χρόνια. Αλλά όσο περνάει απ’ το χέρι σου, μην ζεις τη ζωή για τον Θάνατο. Είναι απελπισμένο, είναι υπερφίαλο, είναι γελοίο. Εξάλλου, σκέψου το, φαίνεται σαν να γουστάρεις να το χτυπάς στα μούτρα των κακομοίρηδων ότι έχεις το προνόμιο να παίζεις μαζί του. Άφησέ τον να σου ’ρθει έτσι, από το πουθενά, κάνε λίγο τον έκπληκτο, έχε μια αμφιβολία για την πάρτη του Θανάτου. Παραδέξου το μια φορά ότι σου λένε «Θάνατος» και κατά βάθος σε πηγαίνει τρεις και μία. Εγώ τον φοβάμαι. Φοβάμαι τον θάνατο, φοβάμαι το ένα και το άλλο. Νομίζω πως φοβάμαι τα πάντα.
            Γιατί να σκέφτομαι λογικά τέτοιες ώρες; Η λογική είναι μια απεχθής παρεξήγηση. Ήπια ένα τραγικό σκανούρι και τα δάχτυλά μου μυρίζουνε ρέγκα. Ο κόσμος είναι γεμάτος εσχατόγερους που φαντασιώνονται ευρωπαϊκά καφέ με μουσική δωματίου ή αμερικάνικα μπαρ με τζαζ, σοκολάτες βιενουά σε φίνα φλιτζανάκια με βουτυράτα μπισκότα ή tullamore σκέτο με μίτμπολ σάντουιτς. Μα όλα αυτά έχουν χαθεί, έχουν παρασυρθεί, έχουν αλλοιωθεί φυσικώς απ’ το ρέμα και τα κουφάρια που άφησαν πίσω τους αρχίζουν σιγά σιγά να τραντάζονται από την ύστατη ενέργεια που δίνει η ροή των πραγμάτων σ’ όσα ήρθε πια η ώρα τους να σηκωθούν και να χαθούνε από προσώπου γης μια για πάντα. Η τέκνο καταφτάνει εν δόξη και κανείς τους δεν έχει πάρει χαμπάρι∙ κι ούτε πρόκειται, θεού θέλοντος. Και τα δάχτυλά μου μυρίζουνε ρέγκα, πάνω απ’ όλα.
Κάθομαι στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου, την υπόγεια, που χρησιμοποιείται για τραπεζώματα καθηγητάδων στις διαλέξεις ή για όπως όπως ξεπέταγμα των ενοίκων όταν η πάνω, η καλή τραπεζαρία είναι πιασμένη από κάποιου είδους γλεντζέδες, για γάμους, για βαφτίσια, για έκθεση αραβικών χαλιών και τα τοιαύτα. Είναι άσχημα εδώ μέσα. Οι τοίχοι κιτρινιάρικοι, η μοκέτα κιτρινιάρικη, και σε μιαν άκρη κάτι βαριές κουρτίνες κεντημένες με χρυσαφιά κλωστή κρύβουν ποιος ξέρει τι. Τα τραπεζομάντιλα είναι όλα τους άσπρα, σαν αυτά που έχουνε στις ταβέρνες προτού στρώσουνε πάνω τους εκείνο το εξαίσιο χαρτί με τη ζελατίνα από κάτω. Μου άρεσε πολύ αυτό το χαρτί, ο ήχος του, η υφή του. Έψαχνα με μανία για μια παλιά κηλίδα, μια λαδιά, μια σαλτσιά ή ό,τι άλλο πάνω σ’ αυτό το ανεκδιήγητο τραπεζομάντιλο, αλλά δεν έβρισκα ούτε μία. Ήταν τόσο καθαρό και μαλακό και τέλειο που θα μου έβγαζε το φαΐ απ’ τη μύτη.
Το μέρος είναι γεμάτο από κουστουμαρισμένους μεσήλικες και γριές με μαύρες οργάντζες και μαύρες δαντέλες και μαύρες μουσελίνες. Ποιον κηδεύουμε σήμερα; Δεν μ’ ενημέρωσε κανείς. Αλλά δεν πειράζει. Δεν μ’ αρέσουν αυτές οι γριές, δεν μ’ αρέσουν αυτού του είδους οι γριές. Θέλω γριές με εμπριμέ φορέματα της λαϊκής και μακριά, μεταξένια μαλλιά, με το χρώμα τους μοιρασμένο άνισα στο λευκό, στο γκρίζο και στο θαμπό καφετί, θέλω γριές κοκαλιάρες, γριές κουρελιάρες, γριές καθισμένες σε τραπέζια με λουλουδάτους μουσαμάδες, με ξεχασμένα σπιρτόκουτα γεμάτα φουρκέτες, με τσίγκινα κουτιά από βιενέζικα μπισκότα γεμάτα βελόνες, κλωστές και δαχτυλήθρες.
Νιώθω ήδη ένα βάρος, μια αρρωστίλα, έναν τρομερό καυτό πυρετό να δένει σαν τη μαντίλα του πονόδοντου γύρω από το σαγόνι, τα μάγουλα, τα μηνίγγια μου, το σβέρκο μου βράζει σαν μουσκεμένο χορτάρι στη μεσημεριανή κατάπαυση τροπικής καταιγίδας. Με πλησιάζει ο σερβιτόρος και μου αφήνει ένα συσκευασμένο νερό, ένα γυάλινο μπουκάλι με μια μαβιά ορχιδέα ζωγραφισμένη επάνω. Θα πρέπει να κόστιζε περισσότερο απ’ όσο εγώ ολόκληρη, μ’ όλα τα υγιή όργανά μου. «Θα θέλατε κρασί ή μήπως ένα αναψυκτικό;» με ρωτάει, μ’ αυτό το φρικιαστικό συντακτικό των σερβιτόρων που σε κάνει να θες ν’ απαντήσεις «Παναγία μου, φίλε, κάνε πίσω!», αν και τελικά απαντάς «ένα ποτήρι κρασί παρακαλώ», ξέροντας πως στα κανονισμένα γεύματα των ξενοδοχείων, για όσο κλασάτα ξενοδοχεία κι αν μιλάμε, δεν έχεις να επιλέξεις λευκά, κόκκινα και ροζέ, ποικιλίες και χρονιές και τα συναφή, μπορείς μόνο να κάνεις τον σταυρό σου και να ευχηθείς να μην σου φέρουν ένα ποτήρι από την ανοιχτή σαμπάνια που έμεινε στο ψυγείο απ’ το προπέρσινο καραόκε πάρτι. Το κρασί μου μού το έφερε ένας άλλος δυο τρία λεπτά αργότερα, ρωτώντας με αν θα προτιμήσω αρτύσιμο ή νηστίσιμο γεύμα. Δεν ήξερα τι σημαίνει αρτύσιμο και σκάλωσα, αλλά όχι τόσο όσο σκάλωσα με το νηστίσιμο. Αμάν! Σκέφτηκα. Κι αν αυτή είναι η ευκαιρία μου; Κι αν αυτό το φαινομενικά μηδαμινό αλλά στην ουσία τεράστιο βήμα είναι αυτό που περιμένει ο Θεός από μένα; Ξέρεις, η αλλαγή έρχεται μ’ αυτά τα μικρά βηματάκια. Δεν πειράζει αν είσαι μια πουτάνα και μισή. Έχε μια γωνίτσα μ’ ένα αναμμένο καντήλι και δυο εικόνες στο σπίτι σου. Είναι κάτι! Κι αν δεν έχεις ούτε αυτό, κλάιν, κλάιν και πάλι κλάιν, αρκέσου σ’ ένα νηστίσιμο γεύμα, κατανόησε το βάρος τούτης της ταπεινής πράξεως και δέξου την ευλογία που σου δίνεται, την ευλογία του να έχεις επιλογή. Μήπως αυτός ο σερβιτόρος δεν είναι σερβιτόρος, αλλά άγγελος Κυρίου που έλαβε τη μορφή αυτού του σερβιτόρου, του οποίου το αληθινό άψυχο σώμα –από ανακοπή ή σφηνωμένο καρύδι στον καρύτζαφλο– γίνεται παγάκι αυτήν τη στιγμή μες στο ψυγείο με τα σφαχτάρια; Πήγε, ας πούμε, να ξεκρεμάσει μια μοσχαροκεφαλή μασουλώντας το καρυδάκι που τ’ ακροδάχτυλό του έκλεψε φανερά κι αθώα λίγα δευτερόλεπτα πριν από τον πάγκο δίπλα στην πόρτα του ψυγείου. Κι εκεί που πήγε να ξεκρεμάσει το ζώο απ’ το τσιγκέλι, καταπίνει το σκληρό, ψιλοσάπιο καρυδάκι και σωριάζεται στο ψυχρό, κολασμένα ψυχρό δάπεδο του ψυγείου σε μια τρελή μάζα από ανθρώπινα άκρα. Μα τη στιγμή που τα σκεφτόμουν όλα αυτά, ένας άλλος άγγελος Κυρίου, που εξυπηρετούσε το διπλανό τραπέζι, κατέφθανε με το νηστίσιμο πιάτο μιας θείας, ένα πιάτο γεμάτο ψωμιά και πάστες, πάστα ελιάς, πάστα μελιτζάνας και τέτοια, ρωτώντας «το νηστίσιμο παρακαλώ;» προτού η θεία απλώσει τα χέρια της προς το μέρος του. Έτσι, είπα απλώς «αρτύσιμο» και ήμουν σίγουρη ότι τουλάχιστον θα περιδρομιάσω. Και πράγματι δηλαδή αυτό το αρτύσιμο ήταν μια πιατάρα Churchill μες στα αλλαντικά και τα τυριά και τις κρεατομπουκίτσες και τα ψημένα ζαρζαβατικά με περίεργες σάλτσες από πάνω.
Αυτήν τη στιγμή έχω φάει τα πάντα και θα την κάνω για έξω σιγά σιγά, για έξω και για πέρα. Πού διάολο κατρακυλούσαν οι βολβοί των ματιών μου τόσα χρόνια; Εδώ είναι τα σιχαμένα μου μέρη. Στα καφενεία με το μωσαϊκό, τη γυάλινη, σαν του λουκουματζή βιτρίνα με τα πιατικά, τη μικρή τηλεόραση –με το ζόρι έγχρωμη– σφηνωμένη σε κάποια εσοχή, τις καρέκλες από νεκρουλιάρα φορμάικα, το κορνιζαρισμένο σελιλόιντ, τα στοιβαγμένα μπουκαλάκια ζιπέλαιο, τα τραπεζομάντιλα της πρέφας ποτισμένα από τα σαγανάκια που τηγανίζονται μέρα νύχτα και τα σάλια των ξεδοντιάρηδων γέρων που στα καλά καθούμενα ξεκινάνε να τραγουδούν με φωνή καστράτου που ’χει γκώσει απ’ τα πολλά σαντέ σκέτα, στα παλιά μπαρ με το σκούρο καφετί τζάμι απ’ όπου φαίνεται ίσα ίσα η σιλουέτα μιας αλλοδαπής πίσω από τη μπάρα, της οποίας η εξωτερική άκρη είναι καλυμμένη από σφουγγάρι ντυμένο σφιχτά με κόκκινη ή μπλε δερματίνη, σχηματίζοντας μια διευρυμένη καμπύλη, κι ενός ψευτοαπατεώνα μπροστά απ’ την μπάρα, που επιμένει να ντύνεται με ριγωτά κουστούμια αγορασμένα με το κιλό, στα μπιλιαρδάδικα με τις φαγωμένες στέκες και τις ξεκοιλιασμένες τσόχες, την κάπνα που βγάζει τους πηχτούς χυμούς της στο γουδί του πράσινου φωτός μιας λάμπας φθορίου και το γωνιακό ξύλινο επιπλάκι όπου στοιβάζονται μισογεμάτα και μισοάδεια μπουκάλια ουίσκι αποχρωματισμένα απ’ την πολυκαιρία, στα περίπτερα που απ’ έξω, κάτω απ’ τα κρεμασμένα σε μπουγαδόσκοινο περιοδικά, έχουν στηθεί ένα δυο τραπεζάκια από καφάσια και τελάρα, γεμάτα από άδεια μπουκάλια άμστελ, που πινόταν πολύ απ’ τους ιθαγενείς μέχρι την προπροηγούμενη δεκαετία, ενώ τώρα πια την αποκαλούν –πάνω σε πατριωτικό οίστρο– μπίρα των Αλβανών. Στην πραγματικότητα αυτά τα μπουκάλια μπίρας είναι αγγιγμένα από χιλιάδες βαλκανικά χέρια, από χιλιάδες βαλκανικά χείλη, για κάθε σταγόνα που εκρέει, εισρέει λίγο βαλκανικό σάλιο, λίγη βαλκανική ανάσα, λίγη βαλκανική γλώσσα, δεμένη με τον αδυσώπητο δεσμό της βαλκανικής λαλιάς που αναφρουμάζει σαν από μια χαρούμενη μήνι μες στον ελληνικό ιστό. Υπάρχει ένα κουρείο βαμμένο χρυσαφί, που οι παρανοϊκά μεγάλοι για τη στενότητα του χώρου καθρέφτες του αντανακλούν τον ίδιο τον θόρυβο καθώς οι υπάλληλοι, ντυμένοι σαν γκαρσόνια σε πατισερί, σκουπίζουν τις μαύρες δερμάτινες πολυθρόνες μ’ ένα ματσάκι κλωστές λείο και τροφαντό σαν παπάζι. Υπάρχει ένα μανάβικο, ένα περουκάδικο γεμάτο από γαλάζιες και μοβ και φούξια και κίτρινες και πράσινες περούκες, ένα μαγαζάκι που πουλάει από φιάλες υγραερίου μέχρι μεταχειρισμένα σταθερά τηλέφωνα και χάντρες για τα μαλλιά των γυναικών, ένας φούρνος εν λειτουργία κι όμως πάντοτε αδειανός από προϊόντα, μ’ εξαίρεση δυο αιώνια μαύρα ταψιά μ’ αυτά τα κοινά μακρόστενα βουτήματα που είναι σαν γλυκά παξιμάδια. Υπάρχει ένα χορευτάδικο, η πρησμένη ταμπέλα που κρέμεται από τις αλυσίδες της απ’ έξω δείχνει μια παράτα από πορτοκαλιές γκόμενες να φοράνε τα μαύρα τους πέτσινα. Υπάρχει ένα στέκι με ηλεκτρονικούς υπολογιστές, μάλλον από την εποχή που εφευρέθηκαν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, καθένας τους σ’ ένα καφετί γραφείο χωρισμένο με το διπλανό του από ένα ξεθωριασμένο πράσινο ή ροζ κουρτινάκι. Με βούλες. Με ξεθωριασμένες άσπρες βούλες. Υπάρχει ένα μπαρ σε μια γωνία, μια μικρή τρύπα που δεν χωράει ούτε πέντε άτομα καλά καλά, κι όμως κάθε μέρα, απ’ το πρωί, μαζεύει τους μαύρους δέκα δέκα∙ είναι ένα μαύρικο μπαρ. Όποτε περνάω μπροστά από κει σκέφτομαι πως θα ήθελε κάτι αρχίδια σαν τηγανόψωμα να μπει ένας λευκός εκεί μέσα. Αλλά και γιατί να μπει; Έχει δικά του μπαρ να πάει. Όλος ο κόσμος είναι μια τεράστια καλογυαλισμένη μπάρα γι’ αυτόν. Γιατί πρέπει ντε και καλά να μπει σ’ αυτό το συγκεκριμένο μπαρ; Για να κάθεται σε μια γωνιά σαν το κλαμένο μουνί και να κάνει αμάν να φύγει από κει μέσα και να πάει να βρει τους φίλους του να τους πει πόσο στραβά τον κοίταζαν οι μαύροι; Θα ’πρεπε να ’χε ακούσει τους μαύρους να του λένε: «Δίνε του από δω μέσα, παλιομαλάκα», θα ’πρεπε να τους είχε ακούσει να προφέρουν αυτό το «παλιομαλάκα» μ’ έναν λυγμό σαν παρακάλι, με μια τρομοκρατημένη χλέπα κάτω απ’ τη γλώσσα να μην προφταίνει ν’ ανθίσει στον βήχα, με τη βραχνάδα που καταλύει κάθε αξιοπρέπεια διαβάζοντας φωναχτά, στα ψιλά γράμματα του μανιφέστου της μηδενιστικής εξέγερσης, το λήμμα της ανακωχής: Δώσε μου μια γωνίτσα, παλιομαλάκα, πόσο να στερηθείς μια μικρή γωνίτσα; Μια μικρή γωνίτσα έξω απ’ τα μέρη σου, έξω απ’ τον κόσμο σου, έξω απ’ το σύμπαν σου, μια γωνίτσα που ούτε σ’ αρέσει ούτε έχει τίποτα να σου προσφέρει για να σε δελεάσει, εκτός απ’ τ’ ότι ίσως να μην ανήκει σ’ εσένα, να μην θέλει ούτε να μπορεί να γίνει κτήμα σου. Δώσε μου μια αναθεματισμένη μικρή γωνίτσα, παλιομαλάκα, τόση όσο άνθρωπος είμαι. Κάπου έξω απ’ το μπαρ, σε μια παράλληλη, εκεί κοντά στη στάση του λεωφορείου μες απ’ το οποίο ακούγονται τα πρόσχαρα σα βα, σα βα στις περιπτύξεις των μαύρων, ένα «tue la police» είναι γραμμένο με μαρκαδόρο σ’ ένα τοιχάκι. Κι όλος αυτός ο κόσμος στο βλαχοχώρι που σε γέννησε, στο βλαχοχώρι που μισείς, στην κοινότοπη γειτονίτσα, στην ασφαλέστατη περιοχούλα, που δεν έχει ούτε βουλεβάρτα ούτε λεωφόρους να κόβουν μιαν έρημο στα δυο, με μια ταμπέλα κάθε τόσο να σου κόβει την αφοσίωση στο κενό μ’ ένα γοερό και αλέγκρο μαζί «a cheap motel for intercourse with a near stranger», μια περιοχούλα που έχει μονάχα μικρούς και κομμάτι λιγότερο μικρούς δρόμους όπου όλα σού φωνάζουν «εσύ δεν ανήκεις εδώ» και «κοίτα αλλού, ξένε, κοίτα απ’ την άλλη» κι είναι πολύ σκληρό να μην ανήκεις εκεί, το δεύτερο πιο σκληρό πράγμα μετά το ν’ ανήκεις εκεί, αλλά δεν ανήκεις εκεί, γιατί, ό,τι και να γίνει, εσύ έχεις ένα σπίτι, ένα σπίτι να πας μετά από δω πάνω απ’ όλα, έχεις ένα αμάξι ή κάποιον με αμάξι πρόθυμο να σε μαζεύει από δω κι από κει, έχεις ρεύμα και τρεχούμενο νερό, ψυγείο και μπιντέ, ραδιόφωνο και μαχαιροπίρουνα, είσαι αυτό που λένε «τόσο πλούσιος που πίνει νερό μόλις φάει τη σοκολάτα του». Επειδή εσύ, παρόλο που τα ’χεις όλα αυτά και είσαι όλα αυτά, θες κάτι άλλο, θες να δεις κάτι άλλο και να βιώσεις κάτι άλλο, χωρίς να δίνεις δεκάρα που αυτό το κάτι θα ’ναι στ’ αλήθεια για πάντα αβίωτο, γι’ αυτό και δεν σου κάνει αυτός ο κόσμος, σου λείπει το γκέτο και θες να δεις ένα γκέτο, δεν καταλαβαίνεις πως η χώρα αυτή δεν έχει να σου δείξει κανένα γκέτο γιατί είναι η ίδια το γκέτο μιας ολάκερης ηπείρου, κι εσύ μπορεί να νομίζεις ότι τίποτα δεν συμβαίνει εδώ ποτέ, αλλά όλα συμβαίνουν, δισεκατομμύρια πράγματα συμβαίνουν υποδόρια ή χαραγμένα στην προεξοφλημένη δορά από φλογισμένο σίδερο, όλα, όλα συμβαίνουν, γιατί συμβαίνει η ζωή, η ζωή είναι το μόνο που συμβαίνει εδώ κάτω.

 

 

Α.Κ.
[2008-2015]