[ΔΙΕΣΤΩΤΑ]


Schweiz/ 2014
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο όποιος κι αν ήταν όταν βγήκε από τα σίδερα ήταν να κλέψει ένα κουτί μαρμελάδα. Ένα μικρό χάρτινο κουτί μαρμελάδα απ’ αυτά που δίνουν στα πρωινά των ξενοδοχείων. Το άνοιξε επιτόπου και το τέλειωσε με μια γλειψιά. Είχε τόσα χρόνια να νιώσει γεύση, που πήγανε να τον πιάσουν τα κλάματα. Η χαρά τού κόπηκε όταν ένιωσε τις πρώτες σουβλιές στο στομάχι, αλλά δε νοιάστηκε. Όταν περνάς χρόνια ολόκληρα με μουχλιασμένο ψωμί και νεροζούμι, βλέποντας τους νεκρούς από δυσεντερία να φεύγουν στην κάσα μ’ αυτόν τον κυνικό μορφασμό τους σαν να σου πήρανε τη σειρά, λες κι ευχαριστώ που ’χεις μόνο μ’ ένα κόψιμο ν’ ασχολείσαι όλο κι όλο. Γι’ αυτό λοιπόν, καθάρισε καλά καλά το κουτάκι και το έβαλε στην τσέπη του. Ήταν η νίκη του, μαζί με τα τρόπαιά της, μαζί και με τις κατάρες της.
            Ο όποιος κι αν ήταν δούλευε από τις εφτά το πρωί μέχρι τις οχτώ και μισή το βράδυ. Έκανε δύο δουλειές, πολύ καλές για το ποιόν του, αλλά δίκαιες για την πολιτική του ιδιότητα. Έπειτα γυρνούσε στο σπίτι του, μια γωνιά μέσα σ’ ένα δώμα τριών ορόφων και είκοσι τεσσάρων δωματίων στην οδό Ερμπόζα. Είχε το βορειοανατολικό δωμάτιο του δευτέρου ορόφου. Στο ισόγειο υπήρχε το δωμάτιο της θυρωρού. Η θυρωρός ήταν περίπου σαράντα χρόνων, διοπτροφόρος, με κοντοκουρεμένο μαλλί και πολύ φαρδιά λεκάνη. Φορούσε πάντα φούστα μέχρι το γόνατο και μια μάλλινη ζακέτα χωρίς μανίκια. Η φωνή της ήταν χαμηλή από άποψη, κανονική από φτιάξη. Όταν ήθελε να σου πει κάτι, ακόμα κι αν στεκόσουν είκοσι μέτρα μακριά, ποτέ δε χρησιμοποιούσε την κανονική έστω φωνή της. Σ’τα ξεφούρνιζε όλα μ’ αυτόν τον υπόκωφο, ποντικίσιο τρόπο και σε κοιτούσε στραβά όταν δεν άκουγες και μετά από τις τρεις τέσσερις φορές που της ζητούσες να επαναλάβει αναγκαζόσουν να παρατήσεις ό,τι έκανες και να πας να κολλήσεις τ’ αυτί σου στο πρόσωπό της μπας και. Όταν ο όποιος κι αν ήταν ερχόταν, πάντα την καλημέριζε, κι εκείνη απαντούσε με μια αδιάφορη λέξη, αλλά με βλέμμα σκληρό σαν να τον έκοβε από πάνω μέχρι κάτω. Τη σιχαινόταν την καριόλα. Όποτε έπιανε το χερούλι ν’ ανοίξει την εξώπορτα τη διαολόστελνε ψιθυριστά, κι έπειτα άνοιγε κι έμπαινε μέσα χαμογελώντας, το ίδιο και όταν έβγαινε, περνούσε από μπροστά της χαμογελώντας, και μόλις η πόρτα έκλεινε πίσω του, την ξαναδιαολόστελνε. Καμιά φορά, η καριόλα δεν του επέστρεφε την καλημέρα, ή την έλεγε τόσο σιγά, σχεδόν μέσα απ’ τα δόντια της, που ήταν σαν να μην την έλεγε καθόλου. Πολύ θα ήθελε ο όποιος κι αν ήταν να την πιάσει από τα άθλια μαλλιά της, να τη σύρει στο πεζοδρόμιο και να της πατήσει τον λαιμό με το πόδι του κραδαίνοντας κάτι βαρύ από πάνω της κι απειλώντας τη να της λιώσει το κεφάλι. Θα της φώναζε «πες καλημέρα, μωρή, πες καλημέρα!» και θα την άφηνε μόνο όταν η καριόλα ξεστόμιζε μια σωστή, καθαρή, δυνατή καλημέρα, μια απλή, τυπικά εύθυμη καλημέρα. Θα έπρεπε να ήταν θεμιτό να φέρεται κανείς βίαια στους αγενείς. Σε αρκετές περιπτώσεις, η βία βοηθά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όλοι οι αγενείς θα καταλάβαιναν πως η ξινίλα εκ πεποιθήσεως είναι από τα πράγματα που δυσαρεστούν τους πολίτες. Σίγουρα ο κόσμος δε θα γινόταν καλύτερος έτσι. Αλλά τουλάχιστον θα υπήρχε δικαιοσύνη. Και η δικαιοσύνη είναι πάντα σκληρή, για κάποιους.
            Εξάλλου, αν δεν του έλεγε αυτήν την καταραμένη καλημέρα, θα είχε το ελεύθερο να της λιώσει το κεφάλι. Αυτήν την υπέροχη μέρα που θα της έλιωνε το κεφάλι, ο όποιος κι αν ήταν θα κατέβαζε ξαφνικά μια υπέροχη ιδέα: θα διηγούνταν σ’ αυτήν τη σιχαμένη μια ιστορία. Κάποτε, σ’ έναν τόπο, κατά τη διάρκεια των Ανθεστηρίων, έξω στους δρόμους μαινάδες σε έκσταση γιόρταζαν με διονυσιακούς χορούς, μα τρεις αδερφές αγνόησαν τη γιορτή κι έμειναν σπίτι να γνέθουν. Τότε ο θεός Διόνυσος τα πήρε και ξαφνικά κισσοί κι αμπελόφυλλα φύτρωσαν γύρω από τους αργαλειούς, φίδια φώλιασαν μέσα στα κουβάρια του μαλλιού κι από τη στέγη άρχισε να ρέει μέλι και γάλα. Οι τρεις αδερφές έριξαν κλήρο, κι η μια που της έλαχε έταξε στον Διόνυσο τον γιο της, τον οποίο θυσίασε κομματιάζοντάς τον, κι έπειτα οι τρεις ακολούθησαν τις άλλες μαινάδες. Η θυρωρός θα τον ρωτούσε, σ’ εκείνη την έκλαμψη της διαύγειας που προκαλεί η αφόρητη απορία ακόμη και τη στιγμή του θανάτου, γιατί της τα έλεγε όλα αυτά. Κι εκείνος θ’ απαντούσε πως δεν είχε κανένα νόημα να της τα πει, αλλά θα φρόντιζε αμέσως ύστερα να προσθέσει κάποιο σαρκαστικό απόφθεγμα, κάτι σαν «οι άνθρωποι που πιστεύουν σε πράγματα μου φαίνονται τόσο χαριτωμένοι!». Αυτό το κάτι δεν θα είχε καμία προφανή σύνδεση με τα αμέσως προηγούμενα λόγια του, αλλά ποιος νοιάζεται, ο όποιος κι αν ήταν ανακουφιζόταν πολύ στην ιδέα να έχει κάποιον να του αραδιάζει τις ομολογουμένως βαθυστόχαστες ασυναρτησίες του, ενώ η θυρωρός θα εγκατέλειπε τον μάταιο κόσμο από στιγμή σε στιγμή, άρα το όλο συμβάν θα χανόταν στον ρου της Ιστορίας.
            Ο όποιος κι αν ήταν συλλογίστηκε φευγαλέα τι καλά που θα ήταν να είχε γεννηθεί στην Αμερική. Στην Αμερική! Στην Αμερική λοιπόν, όπου θα γινόταν φονιάς, από αυτούς γύρω από τους οποίους οι διψασμένοι για τρέλα λαοί πλάθουν ρομαντικές ιστορίες. Θα ήθελε λοιπόν να ήταν στην Αμερική, ένας εντελώς σαλεμένος μακελάρης, να έσερνε ανθρώπους στην υπόγα του και να τους αράδιαζε τις ασυναρτησίες του νύχτα μέρα, κι όταν θα βαριόταν πια να μιλάει, θα τους τέλειωνε, και αργότερα, όταν το μυαλό του θ’ άρχιζε πάλι να γεννά τα δικά του, θα τους αντικαθιστούσε με νέους ανθρώπους. Και ίσως κάποτε να γινόταν ταινία. Ο τίτλος: «Ο άνθρωπος που έλεγε ιστορίες». Ή κάτι τέτοιο.
            Το ζήτημα είναι πως ο όποιος κι αν ήταν ποτέ δεν κατάφερε να λιώσει το κεφάλι της θυρωρού. Ύστερα από αυτήν τη φευγαλέα σκέψη –το υπέροχο σχέδιό του για την Αμερική–, έριξε ένα απαλό χαστούκι στον εαυτό του για να συνέλθει και να πειστεί πως δεν σκεφτόταν αυτά τα διεστραμμένα πράματα στ’ αλήθεια, μόλο που τα σκεφτόταν στ’ αλήθεια.
            Και τώρα, ξανά πίσω στη γη μου: Το ικτερικό φως της λάμπας τρεμόπαιζε από το αεράκι – γενικώς τα πάντα ήταν ακριβώς όπως πάντα, γνωστό φως, γνωστός ίκτερος, γνωστή λάμπα.
Μια παρένθεση: Σε τούτο το καταραμένο δωματιάκι έχω έναν μικρό γλόμπο που καίγεται κάθε τόσο, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω τι φταίει. Ίσως να τρώγονται τα ψωμιά του, μια και τον ανάβω κάθε βράδυ με τη δύση και τον αφήνω ανοιχτό όλη νύχτα ίσαμε την ανατολή. Ο λόγος είναι απλός: δεν μου αρέσει καθόλου το σκοτάδι. Δεν θα έλεγα ακριβώς «φοβάμαι το σκοτάδι», μα κάθε φορά που βρίσκομαι στο σκοτάδι, ή σ’ αυτό το φοβερό πράμα που γίνεται τριγύρω όταν το μόνο ανοιχτερό μες στο δωμάτιο είναι λίγο βαθυγάλαζο φως από το δειλινό, τότε μου φαίνεται πως αυτό το πράγμα βγάζει κάτι μικρά δαχτυλάκια που ανεβαίνουν στα μάτια μου και τα γραπώνουν – νιώθω το ζουμί των ματιών να ταράζεται όπως η επιφάνεια της λίμνης από τη νεροφίδα. Νομίζω λοιπόν πως αν δεν βρω γρήγορα κάποιο φως, αυτό το πράμα θα ρουφήξει την όρασή μου, και θα τυφλωθώ μια κι έξω, κι ίσως πιστεύοντας πως έχω μονάχα ξεχάσει τις κουρτίνες κλειστές, θα φωνάξω στη μάνα μου κάτι σαν: «Μάνα! Έχουμε διακοπή ρεύματος». Κι η μάνα μου θα μου απαντήσει πως δεν έχουμε διακοπή, πως όλα ανάβουν κανονικά, και τότε εγώ θα σύρω ψηλαφητά ν’ ανοίξω τις κουρτίνες, που μπορεί στ’ αλήθεια να ήταν κλειστές, μα όταν τις ανοίξω θα δω το ίδιο σκοτάδι και τότε κλάφτε τα τα βλαμμένα μου τα μάτια. Γι’ αυτό από μικρό παιδί, όταν έβρεχε πολύ και έπεφτε το ρεύμα μες στη νύχτα, εγώ σηκωνόμουν απ’ τον ύπνο μου σαν από ένστικτο, έτρεχα και άνοιγα τα παντζούρια για να δω τον ουρανό και τα φώτα της πόλης, μα πιο πολύ αυτό το γλυκό, σταχτί φως των φορτωμένων σύννεφων που τσακίζει τα μαύρα μεσάνυχτα και ξυπνάει καλά καλά τα μουδιασμένα μάτια μου, προτρέποντάς με να γυρίσω πίσω στο ζεστό μου κρεβάτι, με τη γαληνεμένη ψυχούλα μου να ευγνωμονεί ποιος ξέρει τι που, διάολε, δεν τυφλώθηκα ακόμη.
Τέλος πάντων.
Έξω στο δρόμο, μια νεκρική πομπή. Άκουγες το σύρσιμο των παπουτσιών με τη σόλα έτοιμη να ξεκολλήσει πάνω στη χτενισμένη σκόνη των πλακών, άκουγες και το σώμα του πεθαμένου να χτυπά από δω κι από κει μέσα στο κοφίνι, καθώς τα κοράκια κατέβαιναν ιδρωμένα τη στενή κατηφόρα προς την εκκλησία του Αγίου Ιούστου. Αυτά τ’ ανηφορικά στενά προς τον λόφο από τον περίβολο της εκκλησίας είναι ίδια με του Τσιβαρά, τον Τσιβαρά Αποκορώνου ούτως ειπείν, όχι κοντά στην επαρχιακή οδό, που ’ναι το καφενείο του τύπου με τα μουχλιασμένα παγωτά, αλλά προς τα πάνω, στο βουνό.
Είναι δρομάκια ανηφορικά, που δε χωράνε τρεις άνθρωποι πλάι πλάι να τα περπατήσουν, κι έχει παντού στοιχισμένα ερειπωμένα χτίσματα, αλλά όσα στέκονται όρθια είναι σοβατισμένα, με τα ωραία ξύλινα παραθυρόφυλλά τους με τους βαριούς μετάλλινους μεντεσέδες. Εκεί κάθε πέργολα είναι φορτωμένη από παχιά αμπέλια, με σκουρόχρωμα, χοντρά, χνουδωτά φύλλα και αμάζευτα σταφύλια, καταπράσινα, αλλά μ’ ένα αδιαπέραστο πράσινο σαν της άγουρης ελιάς, ή γκρίζα, σαν χρωματισμένα από βρασμένο πανσέ.
Στους δρόμους, ανάμεσα σε αδέσποτους σκύλους και κότες, γατιά, σκορπιούς και καρακάξες που μπαίνουν ανενόχλητα στις αυλές, θάμνοι και δέντρα, θεριεμένα στα χαλάσματα. Κι όλα, πέρα από τον ήχο των τζιτζικιών και της αντηλιάς, τα χωνεύει αυτός ο κρότος σαν από φρυγανιά που σπάζει της λέξης «σπαρτά», το ξερόχορτο που πατιέται, ή των κίτρινων και ξερών πλατανόφυλλων, αν δεν έχουν μουλιάσει στ’ απόνερα.
Όλα είναι έτσι εκεί, μα εδώ δεν υπάρχει ούτε ένα λουλούδι, ούτε χαμόκλαδο, πέρα από κάτι αραιές πρασινάδες που απλώνουν στα λεπτά κάγκελα των μπαλκονιών σαν πλυμένα παιδικά φουστάνια. Είναι αποπνικτική όλη αυτή η πέτρα, όλες αυτές οι οδοί που ξεφυτρώνουν η μια μετά την άλλη σ’ αμέτρητες διακλαδώσεις, χωρίς μια ταμπέλα με τ’ όνομά τους ή έναν αριθμό, όλο τοίχοι, τούβλα, κεραμιδένιες σκεπές και μικρά παράθυρα με χιαστές σιδεριές από έξω κι από μέσα κουρτινάκια σαν κρεμασμένα ριζόχαρτα. Οι αγωγοί του ρεύματος και του νερού είναι απ’ έξω απ’ τους τοίχους, ενώ στο δάπεδο οι πλάκες ραγίζουν και μούσκλια φυτρώνουν, και τα πεζούλια στις άκρες των σπιτιών που χωρίζουνε τις διχάλες έχουν πλευρές πράσινες από την υγρασία.
Όσο για τον νεκρό, αυτός ακόμα περιφερόταν μέσα στο φέρετρό του, κατεβαίνοντας αργά και περίπου σταθερά προς την εκκλησία. Τα κοράκια έσφιγγαν τα δόντια τους πίσω από δαγκωμένα χείλια σε αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα, οι φλέβες στα χέρια τους είχαν πρηστεί, αφού κάθε τόσο αναγκάζονταν να ρίξουν το βάρος στους καρπούς τους για να ανακουφίσουν λίγο τον ώμο. Περίμενα πώς και πώς να γλιστρήσει κάποιος στην υγραμένη πέτρα των δρόμων, να τους φύγει το φέρετρο και ν’ αρχίσει να κατρακυλάει μόνο του στην κατηφόρα. Μέχρι που έχασα από τα μάτια μου την πομπή, δεν είχε συμβεί τίποτα τέτοιο. Δεν ήταν και πολύ όμορφο φέρετρο... σανιδένιο, περασμένο βερνίκι, με ένα ματσάκι λουλούδια κολλημένο με ταινία στην πρόσοψη. Αν έπεφτε, το πιθανότερο είναι ότι θα έσπαγε σε χίλια κομμάτια. Κι από την άλλη, ποιος να ’ξερε τι σόι άνθρωπο είχε μέσα αυτό το κοφίνι; Σε γενικές γραμμές, καλό είναι όταν κάποιος μπαίνει στο φέρετρο να μην ξαναβγαίνει.
 
 
 
 
Α.Κ.
2008-2015