Fritz Hegenbart (Austrian, 1864-1943) |
Ο ένας διδάσκει
τον άλλον. Μεθύσι, γιορτάσι, όλοι μας ίσοι, όλοι μας άσοι. Το παραλήρημα
ανανεώνεται, ανανεώνεται επειδή ο πόλεμος παραμένει κι ο καθένας ζει τον δικό
του, σ’ όποια χρόνια κι αν έζησε, σ’ όποιον τόπο, σ’ όποια τάξη, μ’ όποια
μυαλά. Οι γέροι συνήθως λένε, μην εμπιστεύεσαι άνθρωπο σημαδεμένο, εννοώντας
αυτόν που του ’χει μείνει αμανάτι καμιά χαρακιά, κάνα βλαμμένο πόδι, κάνα
βλαμμένο χέρι, ένα διαλυμένο μάτι, μια ψιλοκαμπούρα ή ένα σημάδι στο δέρμα. Εδώ
όμως, το σημάδι δεν είναι η τομή της αναπηρίας, είναι η τομή της ιστορίας.
Πρέπει να έχεις σημάδι για να γίνεις ένας απ’ ανθρώπους της ιστορίας∙ όχι πως
απαγορεύονται όσοι δεν έχουν σημάδι, αλλά εκείνοι που δεν έχουν σημάδι σπανίως
αντιλαμβάνονται την ιστορία και η ιστορία σπανίως αντιλαμβάνεται αυτούς. Δεν
συναντιούνται οι δρόμοι τους τέλος πάντων. Τα σημάδια τραβούν τους ανθρώπους
κοντά τον έναν στον άλλον. Ακόμη κι αν αυτό τους κάνει να σφαχτούν μεταξύ τους.
Η σφαγή, αυτή είναι η τομή της τομής, κανένας ποτέ δεν είπε ότι όλα θα πάνε
καλά. Θα μείνουμε ενωμένοι! Όπως ενώνονται τα μαχόμενα ελάφια, που δεν μπορούν
να ξεμπλεχτούν και ψοφάνε απ’ την πείνα. Σ’ ό,τι κι αν υπάρχει, σ’ ό,τι κι αν
δεν υπάρχει: κανείς δεν θ’ αγαπήσει ποτέ κανέναν,
αλλά ο πόνος συνεχίζει να υπάρχει, συνεχίζει να υπάρχει μέσα σ’ όλους κάτι που
φέρνει μιαν αναίτια, αβάσταχτη και σπανίως αντιληπτή θλίψη, ώστε κανείς να μην
αντέχει τον θάνατο κανενός.
Ασχολούμαι με δεκάδες πράγματα, όλα
με κάνουν να πλήττω, όλα με κάνουν να θέλω να παραιτηθώ από όλα. Δεν ξέρω αν θα
έπρεπε να είμαι ευγνώμων ή αν θα έπρεπε να πηδήξω από τον δεύτερο αυτήν τη
στιγμή, επειδή όλα είναι στάσιμα, κι ούτε πλήττω στ’ αλήθεια ούτε παραιτούμαι
στ’ αλήθεια. Ένα πράγμα έχω μονάχα: τάσεις
λιποθυμίας – παντού, σ’ αυτό το δωμάτιο, στον δρόμο, στο τρένο, στα μπαρ, στη
στοά, στο μαγειρείο, αλλά κυρίως σ’ αυτό το δωμάτιο. Όλη μου η ζωή είναι εδώ,
παραχωμένη, βαλτωμένη, οι αισθήσεις μου χάνονται αλλά ποτέ ολοκληρωτικά, η
όρασή μου χάνεται αλλά ποτέ ολοκληρωτικά, ο κόσμος σκοτεινιάζει, σ’ αυτήν τη
μεγάλη νύχτα που ξεκινά απ’ το απόγευμα και κρύβει τη μέρα ώς να ’ρθει πάλι μια
νύχτα, έχω ναυτία αλλά τίποτα δεν ανεβαίνει μέχρι τον λάρυγγά μου, το κεφάλι
μου είναι βαρύ, τα βλέφαρά μου κλείνουν. Αλλά είμαι όρθιος και περπατάω.
Να, υπάρχουν τόσα πολλά λόγια εδώ.
Και λοιπόν; Εκείνη –όποια κι αν ήταν, όποια κι αν είναι– είναι ξαπλωμένη εκεί,
στο κρεβάτι, φορώντας μονάχα ένα πουκάμισο, που αφήνει όλο το καθαρό της μέρος,
από τις γάμπες ώς την κοιλιά, να φανεί. Οι φτέρνες της είναι κάτω από τα
σεντόνια, το πρόσωπό της είναι κάτω από τα χέρια. Η λεπτή αυτή κοιλιά, τα λεπτά
αυτά ποδαράκια, μια παρθενική σφαίρα από γαλάζιο και κίτρινο γυαλί που δεν
μπορείς ούτε να τη ζυγώσεις. Η άλλη όψη του νομίσματος Εκείνης: το
μικρό ελαφάκι που κοιμάται. Κι έχει το σώμα μιας νεαρής γυναίκας και το πρόσωπο
ενός παιδιού απ’ αυτά που είναι πολύ μικρά και πολύ ανίδεα για να έχουν ηλικία
και φύλο, και που τα χαρακτηριστικά τους ακόμη είναι ρευστά, αναπόσπαστα από τη
συνείδηση κι όμως χωρίς να μπορούν να κατακρατηθούν μήτε απ’ τη μνήμη μήτε απ’
την εμπειρία. Είναι το πρόσωπο μιας παιδικής κούκλας. Ναι, τι συνηθισμένο! Κι
όμως, αυτό είναι. Το πρόσωπο μιας παιδικής κούκλας: τα
πρόσωπα αυτών των παιχνιδιών μάς φαίνονται πανομοιότυπα, κι όμως δεν είναι ποτέ
το ένα ίδιο με το άλλο. Αλλά και πάλι, ακόμη κι αν το καταλαβαίναμε, δεν θα
μπορούσαμε ποτέ να προσδιορίσουμε τη διαφορά, γιατί ο νους δεν έχει καν
προσδιορίσει τη μορφή.
Ολοένα και πιο μακάρια, ολοένα και
πιο αιώνια. Θα μπορούσε να έμενε έτσι για πάντα, να ήταν η παντοτινή μορφή και
η μορφή του παντός ταυτόχρονα. Δεν γυρίζει καν πλευρό όταν κοιμάται, είναι
σκέτο κόκαλο κι όμως δεν μπορώ να δω ούτε καν τον αέρα να φουσκώνει την κοιλιά
της. Δεν μπορεί να με νοιάζει τι σκέφτεται, τι ονειρεύεται, δεν με νοιάζει.
Άλλη είναι αυτή που κοιμάται και άλλη θα είναι αυτή που θα είναι ξύπνια. Εγώ
δεν βλέπω καλά καλά ούτε το ίδιο σώμα ανάμεσα σ’ αυτήν που κοιμάται και σ’
αυτήν που θα ξυπνήσει. Να μπορούσε μονάχα να μείνει στ’ αλήθεια έτσι για πάντα!
Να είναι ολοζώντανη, αλλά ακίνητη. Δίχως κόρες ματιών, δίχως ανάσα, δίχως
δόντια, δίχως στέρνο. Μόνο απ’ τις γάμπες ώς την κοιλιά, απ’ τον λαιμό ώς το
κεφάλι, και δυο παλάμες, μια από δω και μια από κει, αφημένες στην τύχη, όπως
οι πευκοβελόνες που μπλέκονται στα μαλλιά καθώς πέφτουν από τα δέντρα.
Εκείνη είναι τόσο δίχως ζωή, τόσο δίχως
ασχήμια, τόσο δίχως τέλος, που ποτέ δεν θα βρεθεί ν’ αγαπά εκείνον που τη
μισεί, να τον αγαπά με μια αγάπη που δέχεται τη βία και την απάρνηση, τα λόγια
της οργής, της περιφρόνησης, της απέχθειας, την ίδια αυτήν ιδέα της απέχθειας,
της απέχθειας γι’ αυτήν από κάποιον που ζει τη ζωή του μαζί της για κανέναν
άλλο λόγο παρά γιατί είναι τόσο ματαιωμένος, που οι ανθρώπινες παρτίδες δεν
μπορούν να του κινήσουν το ενδιαφέρον, ώστε ν’ ανταλλάξει αυτό το αηδιαστικό
βάρος, που αποτελεί εκείνη, μ’ ένα πρόσωπο άλλο, ένα πρόσωπο που τουλάχιστον να
του φαίνεται κάπως πιο υποφερτό, ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, αρκεί να κατάφερνε
επιτέλους ν’ απαλλαχτεί από το δικό της, που δεν λέει να καταλάβει το μένος
του, που δεν λέει να καταλάβει τη ματαίωσή του, που δεν λέει να καταλάβει πως
γι’ αυτόν είναι τόσο αδιάφορη αυτή η κοινή ιδέα περί ανθρωπιάς, που ίσως αυτό
που αναζητά να μην είναι καν ένας άνθρωπος, αλλά ένα αντικείμενο ή μια ιδέα, το
καθετί, αρκεί το υλικό του να μετρούσε, έστω κι ελάχιστα, μέσα στο τίποτα. Κι
όμως, μ’ όση σιχασιά κι αν της μιλά, μ’ όση συγκατάβαση κι αν ανέχεται τη
νεύρωση της παρουσίας της, τη νεύρωση της ομιλίας της, τη νεύρωση των φιλιών
της, τη νεύρωση των μικρών ευγενικών πράξεών της που σκοπό έχουν να του κάνουν
τη ζωή εύκολη, κι όμως ο τρόπος τους είναι τόσο γλοιώδης που τον εκνευρίζουν
ακόμα περισσότερο, εκείνη συνεχίζει να μην καταλαβαίνει, να μην καταλαβαίνει τίποτα,
μόνο να σκέφτεται, στο τέλος της μέρας, ή καθεμιά φορά απ’ τις δεκάδες φορές
που πάει να τον χάσει, πως εκείνος είναι – απλώς είναι. Κι αν φύγει, θα πάρει
όλη της τη ζωή, ό,τι της έχει απομείνει από ζωή, και μετά δεν θα ’χει πια ζωή,
η ζωή της θα τελειώσει εκεί. Μα Εκείνη είναι απ’ αυτήν τη ράτσα των άμυαλων ερωμένων που συνήθως
βασανίζουν τους ανθρώπους με σκέψη, που έλκονται απ’ αυτές όπως οι μύγες από το
φως. Είναι απ’ τη ράτσα εκείνων των πόθων που έρχονται και πάνε χωρίς καν μια
τοσηδά υποψία ότι κάθε γραμμένη λέξη σε τούτον τον κόσμο έχει για κείνους
γραφτεί, χωρίς μια τοσηδά υποψία που για κείνον που γράφει καθεμιά λέξη θα ήταν
η σωτηρία του όλη. Τίποτε άλλο, μονάχα μια υποψία. Μονάχα η όλη σωτηρία. Κι όμως,
τι θα γραφόταν εάν υπήρχε στ’ αλήθεια μια ελπίδα υποψίας; Αυτή είναι η μόνη
αγάπη που μας απέμεινε και η μόνη αγάπη που καταλάβαμε ποτέ, η μόνη αγάπη που
μπορούμε να δώσουμε και η μόνη αγάπη που μπορούμε ν’ αντέξουμε: τούτες
οι λέξεις – στο απόλυτο κενό μιας ύπαρξης που υφίσταται για οποιονδήποτε εκτός από
τον σκοπό της. Τούτες οι λέξεις. Ο κληροδοτημένος χάρτης του τόπου που
γνωρίζουμε ότι δεν πρόκειται ποτέ να πατηθεί.
Α.Κ.