ΣΧΟΛΙΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΥΠΑΡΧΟΥΣΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ




Τις νύχτες είναι ο τριγμός και τα πρωινά η λευκή αντανάκλασή των στον καθρέφτη
Η μοναξιά είναι η πηγή που δεν μετρίασε τη δίψα μου ποτέ τα χρόνια ετούτα
Που στου δωματίου και του εαυτού μου τις περιφέρειες πληθύνουμε ακατάπαυστα

Είμαστε τόσοι πολλοί στον ίδιον οίκο και στο ίδιο σώμα, ακριβοδίκαια τα νεμόμαστε
Τη σάρκα και το ρευστό αέρα που φράζει τις οδούς της αναπνοής και της βίωσης
Αλλά ευτυχείς μέσα στην αγανάκτησή μας, στέργουμε ο ένας τον άλλο και μ’ ευλάβεια
Τηρούμε τους κανόνες της ορθής, για όλους εμάς, συγκατοικήσεως

Κάποιες φορές κοιτάζοντας, κρυφά απ’ το έλλογο μέρος της ψυχής μου, εμένα
Τίποτα δε διακρίνω να θυμίζει μία γηραιότερη εκδοχή εκείνης που γεννήθηκε
Πριν όχι πολλά έτη από τη μήτρα που για την πράξη της αυτή τόσο τη φθόνησα

Εγώ και κείνοι ήμαστε οι κλώνοι του εαυτού μας, πανομοιότυποι σχεδόν γιατί η άβυσσος
Δε διακρίνεται για την πρωτοτυπία της · πάντα το θύμα και οι άλλοι του σώματός του
Μία τη σάρκα, μία τη δύναμη ορέγονται κι έτσι πολύ δύσκολα εννοούνται οι φύσεις
Η ύπαρξή μου είναι κεκλεισμένη στην ύπαρξη των άλλων αλλά και πάλι δικής μου κατοχής
Αλλά δεν είμαι κτήτορας παρά μονάχα αυτού που φέρει μάζα νεκρή, ιστούς και φλέβες
Η μόνη αορτή που ρέει το αίμα είναι η πιο πολύτιμη κτήση των δυναστών μου

Η αρτηρία των σώων φρενών είναι από καιρό κατειλημμένη

Γίνεται εξάλλου φανερό απ’ την αιθάλη της παραίσθησης κι ας γνωρίζω
Πως όσο όλες μου οι αισθήσεις δεν πλανώνται, ως επί το πλείστον πλανάται η όραση
Αλλά και πάλι θα ‘μουν ανάξια να μιλώ για τρέλα εάν δεν είχα κάνει έρωτα μαζί της
Τόσες φορές που σχεδόν άρχισα να εγκυμονώ το άκρον άωτον της παράνοιας

Σε λίγες ώρες ο ήλιος ανατέλλει κι αν δεν ήταν πυκνό το σκότος θα τον έβλεπα
Αν δεν κυριαρχούσε αυτή η ψυχρότητα του κακού ολόγυρα θα ‘νιωθα τ’ άγγιγμά του
Κι αν δεν είχαν τα χείλη μου αλειφθεί με αίμα κι εκκρίσεις νεκρών, θα μπορούσα
Την πενιχρότερή του να γευτώ μαρμαρυγή καθώς διασχίζει την πικρή πάχνη του τέλους

Δεν ντρέπομαι παρά για το σεσημασμένο τώρα της ψυχής μου · ίσως με βρουν
Νεκρή κάποια στιγμή σ’ αυτήν την ίδια θέση που κινώ, μ’ όση μου απέμεινε αντοχή,
Το σώμα μου από την μέση ως το υψηλότερο σημείο του κορμού μου, μπρος
Κι έπειτα πίσω, εμπρός κι έπειτα πίσω, χτυπώντας τους ώμους μου στους τοίχους
Και το κρανίο μου με το ανέκφραστο προσωπείο των τρελών να σχίσει την ατμόσφαιρα

Συνηθέστατα η στάση αυτή διαρκεί ώρες ώσπου κάποιος να μου πει να σταματήσω
Κι ας ξέρει πως είναι η ενόχληση της τύρβης του κι όχι πως δήθεν τον άκουσα ποτέ

Άλλες πάλι φορές υπάρχει αυτή η απίστευτη αδυναμία των κινήσεων σαν το ελάφι
Που έχει πληγωθεί και είναι αμετάκλητή του καταδίκη ο θάνατος, αλλά με κάθε
Επιφύλαξη, νομίζω πως πραγματικά είμαι ακόμη ζωντανή, ειδάλλως κάποιος θα με έκλαιγε

Θα μπορούσε όλο αυτό ν’ ανήκει σε σελίδα του ημερολογίου μου είναι όμως
Ο ευσεβής πόθος της εξιστορήσεως, κι ας φοβάμαι μήπως ο ιατρός μου μ’ επιπλήξει
Η ανάπλασή μου απαιτεί μια τρομερή μυστικοπάθεια, αλλά και ποιος δεν θ’ αγνοούσε
Μια νεαρή γυναίκα υπό την επήρεια των ψυχοθεραπευτικών της ιαμάτων

Κι όλοι αυτοί μέσα κι ολόγυρά μου δεν σωπαίνουν, αλλιώς πόσο πιο εύκολο θα ήταν
Να συγκεντρωθώ, μην παραλείποντας άθελά μου το πώς αγγίζει η θνητότης την κατάρρευση
Σπανίζουν οι φορές που κάποιος θα έχει ακόμη τη δυνατότητα επικοινωνίας για να πει
Σ’ όλους τους άλλους πως ο θάνατος κάποιες φορές διαρκεί λιγάκι περισσότερο

Αλλά ας είναι · αν συνεχίσω υπάρχει κίνδυνος ο ισχυρότερός τους ως και στο φόνο
Να με ωθήσει, αποδεικνύοντας πόσο πολύ είναι το κάθε μέλος μου σκλάβος της διαταγής του

Από κανέναν τους ποτέ δε θα υπάρξει σωτηρία




A.K.