ΙPATER LES BOURGEOIS


Ζευγολάτης της ομορφιάς και της δροσάτης μεγαλειότητας της υπαίθρου, είμαι εδώ και είμαι ο κρότος της νέας μέρας και το παλιρροϊκό σίγασμα της νύχτας που παρηγορεί τους εργάτες. Κατεβαίνω με πόθο και η ευγένεια με κόβει στα γόνατα · υποκλίνομαι μπροστά στον καθένα και ντρέπομαι όταν κάποιος δε ζύγωσε να με ποδοπατήσει. Αγαπώ, κλαίω μ’ αναφιλητά κι ανασαίνω καθάρια. Λυπάμαι τον άνθρωπο το χαμένο στ’ ανθρώπινα τόσο που διαχώρισε την ανθρωπιά του και βρήκε μέσα στην κάθε ημέρα το λάκτισμα των ποιημάτων. Είμαι σχεδόν μια φοράδα, μια ελαφίνα, ή μι’ αρμαθιά τσίχλες στην πέτσινη ζώνη του πατέρα κυνηγού · δεν είμαι γυναίκα όμως εξακοντίζω κάθε γυναίκα μέσα απ’ την κέδρινη καρδιά μου. Και τα ξημερώματα μετά την γέννα θα γίνω ο εξουσιαστής του ανέμου, του ανέμου του χειμερινού και του φλόγινου που συμπλέκει την όσφρησή μου και την γεύση μου εδώ και χρόνια, τόσο που σήμερα έφτασα να καταλαβαίνω το χειμώνα μυρίζοντας και τρώγοντας την ατμόσφαιρα · ύπαρξη που καταλαβαίνω μόνο την αυγή ή το απόγευμα πριν απαλλαχθεί με τη νύχτα. Πίνω ρυθμικά το πικρό ποτό μου σ’ ένα πέτρινο σπίτι όπου το φθινόπωρο δείχνει στάσιμο με τ’ απεριποίητα δέντρα και τα σγουρόμαλλα νερά που σταλάζουν από τις ρωγμές στους ασοβάτιστους τοίχους. Αποχωρισμένος από τους γιους μου, αναπληρώνω το έλεος με νέους συζύγους, που μου υπόσχονται νέους γιους. Δεν ελαττώνω τη μνήμη μου, αλλά δεν είμαι με το νέο περισσότερο επιφυλακτικός απ’ όσο πρέπει. Κοιμήθηκα και ξύπνησα σ’ εκατομμύρια αλόγιστα στήθη γυναικών και λείες μασχάλες εφήβων και μυώνες καρπερών ανδρών δίχως ανάσταση. Η ζωή μου μικραίνει καθώς σπέρνω παιδιά και η ψυχή μου την ακολουθεί μισότυφλη στις σιταποθήκες των θρησκευόμενων, ή στη γη του βορρά με το ισχνό κορμί της μπηγμένο στα κατάρτια των παγοθραυστικών. Καθώς ο πάγος ραγίζει και η κραυγή της σχάσης του δεν ξεπερνά εκείνη του κελύφους ενός αυγού και του δέρματος ενός φιδιού και του φλοιού ενός γερασμένου δέντρου, ακυρώνω την έκταση της γέννησης και την έκταση του θανάτου, που δεν είναι παρά μονάχα μια σταγόνα χρώματος στη σημαδεμένη πέτρα. Μι’ αδήριτη βέργα φωτιάς χτυπά στον αυχένα του λόφου, καίγοντας τα φανάρια, τα μαντήλια και τ’ αλετροπόδια. Το κρημνό βλέμμα του νέγρου, μαντεύοντας σαν όρνιο την επικείμενη αφορία, δεματιάζει τα τελευταία υπάρχοντα, που είναι το νερό και ο ήλιος, κι αφού φυλάξει μια για πάντα την ομορφιά τους μέσα του, τ’ αφήνει στη μοίρα τους ν’ αποτεφρωθούν όπως όλα τα άλλα. Κάποια άλλη μέρα, η γριά έπεσε στο σπίτι της κι η γυναίκα που φροντίζει την γριά, ή την τσέπη της γριάς, δίχως να πλύνει το αίμα ή ν’ απαλύνει μ’ άλλους τρόπους τον πόνο της χτυπημένης γυναίκας, βιάστηκε να κατηγορήσει την οικογένεια για την αδιαφορία της. Ένας μοχθηρός υπηρέτης κάνει ακόμα και τον πιο αγαθό κύριο ν’ αναπολεί τους καιρούς των σκλάβων. Έζησα, έζησα, έζησα · μα ήρθε η ώρα ν’ απολογηθώ περιγελώντας κάθε απολογία. Θα γράψω ένα εξαίσιο βιβλίο, ένα βιβλίο με τη στρεβλωμένη σάρκα αμέτρητων σελίδων, γεμάτο κρεματόρια για τους ανόητους και φραγγέλια για τους ανεξαρτητοποιημένους, ένα βιβλίο φρενιασμένα υπέροχο, απ’ άκρη σ’ άκρη αφιερωμένο στο διάβολο. Η ψυχή είναι πάντα η τελευταία υπόθεση. Επέστρεψα στην πόλη πυροβατώντας, εύψυχος, πεντακάθαρος, και το μόνο που συνάντησα ήταν μια πραγματικότητα πολύ ψηλή στ’ αναστήματα και πολύ χαμηλή στις αξίες. Καλύτερα να μεγαλοποιείς τον εαυτό σου, παρά ν’ αναγκαστείς να τον επινοήσεις. Καλύτερα να κλέψεις, παρά να σε κλέψουν. Η ενεργητικότητα βρίσκει τρόπο, η παθητικότητα ποτέ. Αυτά ήταν τα μόνα σύμβολα. Προσποιήθηκα τον βασιλιά και μ’ αποκάλεσαν Σεράν. Αντιπάθησα αμέσως το θεό τους, την γλώσσα τους, τα ήθη τους και την αγονία του τόπου τους. Παρ’ όλα αυτά, επειδή είχα ορκιστεί να διαθέσω το είναι μου στο καθήκον και τις καλές προαιρέσεις, αποφάσισα να υπομείνω τις ιδιοτροπίες και τα fundamenta, τις ανήμπορες πεποιθήσεις, τον τύφο, που δεν είναι η κοιλιακή αρρώστια αλλά η αλαζονεία, και τις ευσεβείς συνωμοσίες · αλλά βαθιά μέσα μου το νεφάριο σκυλί ουρλιάζει : από γενναιότητα απεχθάνομαι την καλοσύνη! Αν αντέχω την τερατώδη πυγμή της φιλανθρωπίας? Θα πω πως όχι. Είναι μια στιγμή χρέους και την εκπληρώνω δίχως να βαρυγκωμώ. Όμως δεν είμαι εγώ κανένας άνθρωπος της υπέρβασης και δε μετανιώνω. Είμαι ο Φτωχούλης, ο ομοπάτριος οποιουδήποτε ξένου, και υπομένω τα χάδια όσο και το δριμύ κρύο που καίει τα χέρια μου τον Γενάρη. Θρασύς και ξέχειλος, ή ταπεινός και αρκετός? Για να υπάρχουν προοπτικές πρέπει να υπάρχει εγώ. Μόνο ο σκλάβος είναι λίγος, όλοι οι υπόλοιποι έχουν κάτι. Στους υγιείς όρκους των ανθρώπων που αποτάχθηκαν την αστική ανοησία κάθε βαθμίδας, αρνούμενοι να δεχθούν το χρυσό για ευγένεια και την καταγωγή, τουλάχιστον όποτε δεν ήταν αποδεδειγμένη η αξία της, στο οδοντωτό φλέγμα της ανυποκρισίας, στο μετανοημένο κακό μέσα μου που δεν μπορεί ν’ αποδράσει, εμπιστεύτηκα τ’ όραμά μου, να σκοτώσω όσους περισσότερους μπορώ, προτού να το κάνω στ’ αλήθεια.


Αγγελική Κορρέ