Το φάντασμα της Τακιγιάσα κόρης του Ταΐρα νο Μασάκαντο
Που πέθανε κατά τη βασιλεία της δεύτερης σελήνης στο δυτικό ΧονσούΘρηνεί για την αδικοχαμένη δύναμή της
Και τρεις ημέρες τώρα με ακολουθεί κι αναρωτιέται
Εγώ ποτέ μου δεν είχα άστατα μαλλιά
Αν και πιο σπάταλη στον πρόγονό μου απ’ ότι στα χτενίσματα
Όχι πως δεν το γνώριζα πως θα πεθάνω
Γιατί ‘δα στ’ όνειρό μου τον πατέρα μου να λέει
Κράτα και δεύτερο φουστάνι γιατί το πρώτο θα κλαπεί
Αλλά πώς θα μπορούσα ποτέ εγώ
Να ηττηθώ από τον Μιτσουκούνι για λογαριασμό του Κουνιγιόσι
Και να με στείλουν ν’ αναμετρηθώ σε ομορφιά
Με του Τάιτο την τοξότρια Κυρά, που χλεύασε την τέχνη του πολέμου
Για ν’ αναδείξει το ποτάμι στο φουστάνι της
Που ‘φερνε κύκλους γύρω από τις σμιγμένες χάρες των ποδιών σαν φύλλο φτέρης;
Εγώ τις φτέρες του Κιγιό να πεις πως προτιμώ
Κι ας μην ακούμπησε το μέτωπό μου ιερέας
Είχα τη δύναμη να οδηγώ αυτούς που τώρα ειν’ όμοιοί μου
Και να γιορτάζουμε μαζί ζεσταίνοντας τα πέλματά μας στις τούφες των εχθρών
Μα πια έχει στερέψει η δύναμή μου και μήτε κείνους μήτε εμένα οδηγώ
Κι αν κάποιο βράδυ ένα άλλο πνεύμα τολμήσει να σ’ επισκεφτεί
Ρώτα το τ’ όνομά του κι αν σου πει πως είναι ο τελευταίος άνδρας των Μασάκαντο
Μήνυσε πως η κόρη του δεν έχει ακόμα ανταμειφθεί για την εκδίκηση
Δεν θ’ αρνηθεί, θυμάται τον θρύλο ενός αραμπατζή απ’ την Ασαγκάγια
Που ‘χε μεταναστεύσει στο Χακόνε τουλάχιστον πριν απ’ την έβδομη γενιά
Κι όταν πια πέθανε, μ’ άγριο θάνατο από κεραυνό σε καταιγίδα
Όψιμα πνεύματα ήρθαν να δώσουν στο σώμα του αιώνια ευωδιά
Τα χέρια του τώρα πια δεν θα στο δείξουν
Μα αν ρωτήσεις το Βουνό, που τα ‘βλεπε όλα αυτά από μακριά τους
Θα σου πει πως άλλον άνδρα δεν είχε συναντήσει σαν αυτόν
Π’ αναλογίστηκε με τόσο σεβασμό τους καημούς των πεθαμένων
Κι όμως παρά την αρετή του αυτή, π’ άξιζε όλες τις θελήσεις
Το όνομά του δεν τους το φανέρωσε ποτέ κι ακόμη ως σήμερα τον ξέρουν
Σαν τον σοφό που δεν τον ένοιαξε ποτέ η καταγωγή
Και ταπεινός κατάφερε να τιμηθεί απ' τον εαυτό του.