Αϋπνία, αϋπνία,
αγρύπνια λεπρή, καταχύνομαι από την αρρώστια μου, παρηγορώ με την αναγούλα μου
το ιλαρόν και το τραγικόν του θανάτου. Έτσι κι αλλιώς, το ίδιο μου κάνει. Λένε
πως δεν μπορείς να πεθάνεις στον ύπνο σου.
Στο τελευταίο μεγάλο όνειρο, μία αγέλη ήμερων λύκων έτρεχε στους ξερούς
βάλτους, σέρνοντας τη μνήμη της ελονοσίας. Φορούσαν όλοι μαύρες κάλτσες από
μετάξι και είχαν ανάποδα μάτια. Φθάνοντας ως τις σπασμένες πλάκες, ο ήχος μιας
μακρινής θάλασσας κολλούσε πάνω στην πέτρα κι όταν οι λύκοι ήρθαν και ξάπλωσαν
εκεί, τα λεπτά πόδια των θηλυκών τους βουτήχτηκαν στο αλάτι. Η μουσική της
αφθονίας παραμονεύει στην πιο ανύποπτη απλότητα. Μια χούφτα από αλάτι που
ρίχνεται στο έδαφος, οι κόκκινοι καρποί που φεύγουν από ένα σπασμένο ρόδι, το
χυμώδες σύκο που εκρήγνυται σιωπηλά και το γάλα του ξεχειλίζει από τις λεπτές
σχισμές, το γλυκό νερό που εγκαταλείπει ένα σκληρό δέρμα, το πορτοκάλι που χτυπά
στη ράχη του όμοιου φρούτου με τον ταπεινό άνεμο. Η Λήθη είναι μονάχα ένα
ποτάμι στον Άδη κι όμως στην πάνω γη όλοι εμπορεύονται το γέννημά του. Μονάχα
οι λύκοι δεν πίνουν, οι ελέφαντες, που ο γέρος μάγος ζητά από το θεό της
ζούγκλας να τους κρατήσει μακριά από τον καταυλισμό του, τα λευκά χταπόδια που
φέρνει η θάλασσα ακόμη και πάνω στην πέτρα, ο γύψος των γυμνόστηθων ορέων, οι
τρυφερές ξύλινες σκάλες προς την παραλία της ψιλής άμμου, και ο γιος του νεκρού
πατέρα του. Το μεγάλο πνεύμα θα χαθεί στην κοιλάδα του θανάτου. Ακόμη κι ο
ήλιος των αρουραίων και ο πάπας των λεπρών, το μακρύ στόμα του εθνικού, τα
ακρωτηριασμένα ελάφια της ανάξιας χώρας, ο σκλάβος του σκλάβου και το ξερό αίμα
της κακής μητέρας. Τα κλωνάρια των δέντρων έχουν δικά τους μάτια στους κήπους
των τρελών. Μικρά γαλάζια και κόκκινα μάτια, λίγο λευκά και λίγο μαύρα επίσης,
χωρίς βλέφαρα και μονίμως ανοιχτά. Βλέφαρα! Στα λαμπερά βλέφαρα της νέας
πορνείας τα παιδιά απολαμβάνουν γκρίζα γλυκά, οι κηδεμόνες τους κρασί της
αποχαύνωσης και οι θεοί τους θάνατο και σάρκα. Στον άχρονο ύπνο περπατήσαμε
προς το θνητό χρόνο, λες και ήμασταν τρελοί ή απελπισμένοι, κι όταν στέρεψαν
από θάνατο ακόμη και οι πιο φαλακρές από τις ψυχές που είχαμε ρουφήξει,
αποφασίσαμε να παραδοθούμε στην αντιπάθεια της συνενοχής. Πλέον μισούσε ο ένας
τον άλλον, γιατί ήμασταν όλοι μας φταίχτες. Και δεν ήταν ένα μίσος γόνιμο, όπως
το γόνιμο μίσος που οι εραστές θεωρούν έρωτα, αλλά χέρσο, σαν αυτόν το θάνατο
που μας είχε περισσέψει. Όταν οι άνθρωποι ονειρεύονται εθισμούς, η ολόρθη ζωή
σαπίζει μες στην αγρύπνια της τύψης. Η ματαιότητα προκαλεί τύψη, οι νεοσύστατες
γαίες της επίγειας αβύσσου προκαλούν τύψη, ο φόβος, ο αδικαιολόγητος φόβος
προκαλεί τύψη. Ο χρόνος είναι μία ιδέα, ο νέος και ο γέρος είναι ένσαρκες
ιδέες, ό,τι επινοείται για να καλύψει την έλλειψη του ανθρώπου. Του Μιμνέρμου
τα τεθνάναι βέλτιον ἢ βίοτος είναι η ψυχή που για τη νιότη εξευτελίζει το φόβο
και την ατολμία και για τα γηρατειά εξευτελίζει τον εαυτό της. Οι κόσμοι
προστάζουν να φοβηθούμε ακόμη και τα όνειρά μας, για να πνιγούμε απτόητοι στην
πραγματικότητα. Τα έξι στήθη της γριάς μητέρας δεν τάισαν αρκετά τα κόκκινα
χέρια του κρυμμένου κτήνους και τώρα στον κήπο του θανάτου υψώνεται ένα δέντρο
από ζεστό χαλκό, που γεμάτοι πάθος είναι οι καρποί του. Δεν υπάρχει θεός. Ο
άνθρωπος είναι η ζωντανή απόδειξη γι’ αυτό. Η ανθρωπότητα είναι μία κτηνωδία.
Συντρίψτε το κτήνος και ημερώστε το παιδί. Το γέλιο του θα σας αφυπνίσει. Αυτό,
εσύ! Το σύκο, το νύχι και το θείο κομμάτι! Μονόκερως με πατούσες ναύτη και
μουσική.
Αγγελική Κορρέ