Straight out of my sleep (the undisturbed way of a pre-plastic female satyr)

Σου διηγούμαι τον μύθο του Βαλβάττα: Περιβάλλομαι από γέρικο έρμα, ικετεύω το σπλάχνο του βουνού. Ήχος που μου επιτίθεται, από το ένα αυτί ως το άλλο, εναλλαγή, σημείο της τρέλας. Ο θόρυβος είναι εκτός και οι επιθέσεις εκτός, οι προσευχές εκτός, ο οίκτος εκτός και οι σκέψεις και η επίγνωση εκτός και η αποδοχή εκτός, ένα με τα βαριά καπνά, όπως και με τ’ αστέρια ∙ ένα στις κυψέλες των δακρύων, ένα μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο. Μεγάλη η καρδιά ενός ανθρώπου, που δεν έχει ούτε έθη, ούτε αποκτήματα κι όλη του η έγνοια είναι οι παρανομίες. Συλλογίζεται, δεν αισθάνεται κι απολαμβάνει, δεν ωφελείται. Μονάχος, χωρίς κανένα έλεος και χωρίς καμία καινούργια τακτική. Φιλόπλουτοι και δροσεροί, ας είχαμε έναν λόγο για τον μακαριστό τούτο περίγυρο. Από μακριά φτάνει στο πνίξιμό μου αγέρας πριγκίπων. Αναπνέω τεράστια, ως τα χείλη βυθισμένος στο νερό, από τη μύτη ως τα μαλλιά απελπισμένα στεριανός, αέρινος, φυσικός, όπως κανείς άλλος, ακόμα. Νιώθω να φλέγομαι, ν’ αποκτώ ό,τι επιθύμησα. Να είμαι πολύς, να προσεύχομαι ν’ αφανιστώ σε μια νύχτα, να είμαι γεμάτος, να προσεύχομαι να μείνω εύθραυστος και κούφιος και απατηλός. Να είμαι αδύναμος κι αδύνατος, να μην κάνω πιστευτή την ύπαρξή μου. Τόσο κλάμα, σαν κυψέλες ανάγλυφες στο πρόσωπό μου, σας έχω μισήσει, σας έχω καταραστεί, σας έχω αφήσει μονάχους και η περιφρόνησή μου είναι μια άπιαστη αμφιβολία για ‘σας, σαν κτήνος δεν προχωράω και σαν υπαινιγμός δεν στεριώνω. Τα δάχτυλα των ποδιών μου, γεμάτα φλύκταινες και μώλωπες, βρίσκουν ανακούφιση μέσα στο χλιαρό νερό. Αυτός είναι ο τόπος μου κι εγώ είμαι γέννημά του. Νιώθω τον πόνο, αυτό είναι το σημείο μου. Φίδι, λιοντάρι, αητέ, νιώσε την αϋπνία μου, με διαβολεμένα στέρνα, με κερατωμένα σωθικά, σου βγάζω τα βάζα με του φτωχού το γάλα. Το σώμα μου είναι τέλειο, το φτερό μου είναι τέλειο, γιατί τον τάφο μου έγλειψε θεότυφλο ελάφι. Τι όμορφα τα μαύρα μαλλιά σου μέσα στο πεντακάθαρο νερό και το ημιδιάφανο φουστάνι σου γυναίκα της Ιαπωνίας. Στη γλυκιά σου αθωότητα το κτηνώδες πέος του αλόγου φιλιέται αχόρταγα και σ’ ένα τρελό παιδί ξυρίζουν τα μαλλιά, για να μην τα μασάει στον ύπνο του σαν θηλή του παγωνιού. Σήμερα θα θυμάμαι, αύριο όχι. Ημερώσου, μεγάλη φωνή και μικρή φωνή. Κουράζομαι να κοιτάζω τα μάτια σου. Ακραία η καταγωγή του, πίνει κρασί και φτύνει αίμα, τα χέρια του κινούνται σε έναν άσπιλο οδυρμό. Νίκησε ∙ η οργή του κάηκε στο τέλος του δρόμου. Μη χάνεσαι θαλασσινέ, όλα είναι γεμάτα για ‘κείνον που τα κοιτάει πεσμένος καταγής και που, όταν πνίγεται, τα φύκια είναι για ‘κείνον ψυχές που δεν υπάρχουν μα κι ούτε έχουν χαθεί, αλλά κάθονται αιώνια καρφωμένες στην αχόρταγη άμμο και μόνη τους έγνοια είναι να περάσει κανένα ψάρι για να λικνιστούν, μήπως και καταφέρουν ν’ αγγίξουν λίγο το ένα το άλλο, στα σημεία που του νερού τα ρεύματα δεν αρκούν για να τα παραδώσουν. Είμαστε εδώ γυμνοί και δεμένοι, λευκοί και νεαροί. Δεν ονειρεύεσαι κι ούτε ποτέ θα ονειρευτείς. Ειλικρινής είναι αυτός που οφείλει να λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους, ακόμη κι αν δεν είναι το αληθινό τους όνομα. Αυτό ήταν το τέλος κάθε ανάμνησης και κάθε ηδονής. Η λύπη της θέλει φωνή, το σάπιο της πόδι θέλει κόψιμο, τα γαλάζια μαλλιά της φυτρώνουν πεσμένα και στυφά. Βρήκε τη βραδινή της φλέβα δίπλα στη γεννητική σχισμή, ένα χτύπημα κι απαλλάχθηκε από κάθε σκοτεινή λατρεία. Μυρίζω μέσα σου τα ξυσμένα αχαμνά μου. Εναντιώνομαι μισώντας σε, για κάθε καλό και κακό. Χαίρε, επιμένουσα λατρεία.
 
Αγγελική Κορρέ