(mind is dark/ we are apart/ ain't nobody got time for dat/again because I can)



 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αφού η ώρα δεν μπορεί να ξεχάσει την οργή μου
Τα απογεύματα και οι αυγές είναι ο θρήνος μου
Που τον ανακαλύπτω πάλι μέσα απ’ το χαμό του.
Ανοίγω τις πηγές, λιώνω τα μέταλλα, καταλύω τις εξουσίες
Της γέννας η μάχη ή του φωτός το σάλεμα μέσα στο μάτι του νεκρού
Λησμονημένος σ’ όλη την έκταση της δύναμης
Επινόησε την τύχη για να διακονεί το περιττό
Κι οι δόξες σώπασαν: φλέματα του ατσαλιού δίνουν λαμπρότερα τον ήλιο,
Μια νύφη που ξερνάει μεθυσμένη απ’ τη χαρά
Άσματα ωραία, μέλια, σάλια, τα ματωμένα σκέλια της, στόματα γλυκά
Άγνωρα διάβηκα μαζί της μονοπάτια, χάθηκα, ήπια τις κοινωνίες μου
Ό,τι δεν είδα κι ό,τι δεν άκουσα μαρτύρησα, σιχάθηκα ό,τι είναι αληθινό
Έζησα με λευκές γυναίκες αλλά πέρασα καλά
Κληροδότησα την περιέργειά μου, κληροδότησα την πίστη και το τρυφερό πλευρό
Πούλησα τα κέρατά μου κι εξημέρωσα αγχόνες
Πουτάνας γιοι, κάνετε μια χαρά για ‘μένα, αλλά περίμενα ήδη αρκετά ∙
Στον καύσωνα και στην έρημο, στον καύσωνα και στο νερό
Στο νερό και στην παγωνιά, στην έρημο και στην παγωνιά
Γεννώ σαν τον δράκο και ανασαίνω σαν τον τίγρη
Άλας : είμαι ένας κύκλος μες στον κύκλο
Κάτω από του σκυλιού το άστρο βρήκα τον προορισμό
Και λιάνισα τον πορφυρένιο βράχο

Όμως δεν βρήκε οστά η χαρά μου.

Τα φύλλα του νεφρίτη θα ‘χουνε τώρα απλωθεί πάνω απ’ τα τέσσερα ποτάμια
Αλλά εγώ κάθομαι εδώ, έχοντας πια ξεχάσει τι ‘θελα να κάνω
Έμαθα ν’ απαγγέλω και να γνέθω, μα είναι μάταιο
Αφού ανάμεσα σε χίλια δεν αναγνωρίζω το τραγούδι των νεκρών
Γιατί όσο κι αν θες να μάθεις τη διάλεκτο
Πώς τέτοιος ξένος να καταφέρει τη χροιά της?
Των μπάσταρδων το σπέρμα και των φαλαινών το σπέρμα
Αζευγάρωτο πώς κυνηγάει σταφύλια πάνω απ’ του ζώου την κραυγή
Αυτοί που θα ‘ρθουν τι θα ξέρουν, μονάχα έχοντας δει δωροδοκία
Σάπια έχοντας πει τα λόγια κι έχοντας προσποιηθεί τις προσευχές
Τον φόβο τους σ’ ένα συντετριμμένο αγιασματάρι.
Όνομα του αγαπημένου, ή ράγισμα από περίστροφο σ’ αλλότριο κεφάλι
Τι θυμάμαι?
Kono mama anata no soba ni zutto itai
Χωρίς να ξέρω και χωρίς να περιμένω
Άνθρωπο ρημαγμένο π’ ήλπιζε σ’ όλη του τη ζωή να ρημαχτεί
Γυρεύοντας λόγο στο δοχείο των νομισμάτων
Ασφαλισμένος μέσα του κι όπως κανένας, ευλαβής
Μοίρα ζητώντας κι όχι τύχη, γραφτά και άσειστα, πειστήρια κι αποδείξεις
Αυτό που υπήρχε κι αυτόν που θα το βρει:
Αυτόν τον άνθρωπο που δεν μιλιέται εύκολα η καρδιά του ας τον προσέχουμε
Και ας ευχαριστούμε εκείνους που μιλάν πολύ, σ’ όλα τους ανοιγμένοι
Κρύβοντας τον βουβό από τη νύχτα, ή το ξημέρωμα
Άνθρωπος σ’ όλη του τη ζωή, χωρίς να περιμένει
Ξημέρωμα σαν την προσευχή, πίσω να φέρει δεν μπορεί τον αποστερημένο ύπνο
Ούτε τον αγνοούμενο, ούτε τον πεθαμένο.
Κακοθάνατοι, δεν τους κοίταξε κανείς καθώς υποφέρανε
Μ’ όταν η αγωνία τους φάνταξε όχι και τόσο πια προσβλητική
Έσκυψαν να σημαδέψουν το μέτωπό τους με ένα δόντι θαυμασμού, φυρό και ξένο
Ξέροντας πως κανείς δεν ξυπνά καλά από το τελευταίο του κρεβάτι
Μόνο η φτώχεια του λίγο χαράζει πίσω από την υστερική προετοιμασία
Κι έπειτα χάνεται μέσα σ’ ένα λεπτό, χωρίς να προλάβει τον ορίζοντα
Που κάνει την καρδιά του πιο μονάχου να κοπάζει τις κατάρες της
Και τον ξαγρυπνισμένο να μη λυπάται το νερό.

Το πρόσωπό μου πέφτει στο λαιμό και η πνοή δεν διαφέρει απ’ τη λαλιά μου
Σηκώνω τον γαμήλιο χυμό των ηφαιστείων, των θαλασσών το στάλαγμα
Κι άμα αντέξω, η κάθαρση σε φαλλική γιορτή ∙
Είναι Απρίλης αλλά βρέχει μπρος από του Γκολάν τους λόφους
Οι βελόνες του νερού δεν φτάνουν να χωρέσουν στο νύχι αυτού που το περιμένουμε ακόμα
Αποσχισμένοι ή βέβηλοι, ποια να θυμόμαστε και με τι δύναμη τα άλλα να δεχτούμε
Φωνάζω πέρα από τον ουρανό, ότι δεν είναι θάνατος, ούτε αποδοκιμασία
Όσα δεν ήθελα ή όσα δεν έζησα ποτέ, τι άλλο θα υπάρξει
Ανήσυχα θα ‘ρχομαι πίσω από τον κόσμο
Στα σημάδια μου δεμένος και στη λύπη μου δεμένος
Και μόνο που μας κάνει να λυπόμαστε, τ’ οτιδήποτε έχει το νόημά του
Κι αυτό που αγάπησε, μονάχα αυτό, δεν το ‘χε καταλάβει
Γι’ αυτό και δεν το επανέλαβε ποτέ
Αλλά σαν να ‘ναι η απουσία του ευκολότερη τα βράδια
Ακόμη κι όποιος το κατάλαβε, κάνει δεν κάνει τα ίδια,
Δεν το αρνείται πως με τη θέλησή του τα ξεχνά
Και τ’ οτιδήποτε προ του θανάτου τ’ οτιδήποτε αγαπά.
Ε, άγνωστοι! Μη γελοιοποιείτε της καρδιάς την ανοχή
Δεν είναι όλα λινάρι για ‘να καθαρό πουκάμισο
Οι απολίτιστοι τρελαίνονται για τέχνες, οι λόγιοι για τον κώλο των άβγαλτων λογίων
Ο μοναχός για απολαύσεις μοναχού, ο ηττημένος για τη χάρη του αξιοπρεπούς και ταπεινού
Του κάκου, γιατί τα Έσχατα λένε θα μας γαμήσουνε το Λόγο
Βουβές, κομματιασμένες οι ψυχές των τυχερών θα ‘χουνε η μια την άλλη
Κι οι κολασμένοι απέναντι, με το χρυσό προνόμιο να ‘ναι μόνοι και συνάμα όλοι μαζί
Τα χέρια τους καίγοντας θα τις περιγελάνε με τραγούδια.

Έδωσα δέρμα έχοντας γράψει επάνω του ελιξίριο χρυσό
Περίσσευμα δεν έχουν τα λογαριασμένα
Μόνο υστέρημα για κάποιους αγαθούς και για τους άλλους δίκαιο το ένα για το ένα
Κι άμα το αίμα μου δυσβάσταχτο, σ’ αυτό και σ’ αυτό μόνο υποχωρώ
Ω είδωλό μου, δεν πιστεύω σε κάτι που παρηγορεί
Παγωμένος άμα δεν έχω σάρκα μού φταίει το άστοργο λυχνάρι
Θεία η κίτρινη άμμος που ζέχνει και που καίει, θέλω την ένωση δύο αντίθετων αρχών
Το ρεύμα που διαπερνά κόντρα στο ρεύμα που διαπερνιέται
Μα αποτάσσομαι την ελευθερία! (των εξ’ ανατολάς την τυραννία)
Φυλή ενάντια σε φυλή, δίνω το πέρασμα του χρόνου
Κι ο ουρανός ανοίγει επάνω μου.
Χαρά στους ψεύτες! Άλλοι μου μίλησαν κάτω από το ασημένιο δέντρο
Βρίσκοντας λόγο στον άγλωσσο καρπό
Νέα οράματα και εικόνες, σύμβολο πίσω απ’ το σύμβολο κι ευκίνητο ιδεόγραμμα
Φευγάτο έμβλημα, βουβό για τους σχολαστικούς ∙
Εσύ, πέτρα θαυμάτων? Δώσε αλφάβητα, ζωντανά δοξαστικά
Μην είναι ο χρόνος ένα λεπτό μες στον οίκτο σου κι ούτε το λεπτό ατελέσφορο σαν τον πυρετό
Μην είναι η φωτιά πιωμένη από κάθε θάνατο
Μην είναι ένα δέσιμο του γυμνού μες στην λάσπη, ούτ’ έντερο ελαφιού
Ο χρόνος προστάζει, εδώ η φωτιά από τα δικά μου χέρια
Μιλώντας στο πέταγμα και στη σκαμμένη γη και στον γλειμμένο πάγο
Κατοίκησα στην έρημο και στον πάγο και τώρα όλα είναι δυνατά
Βρίσκω το νόμο μέσα σ’ αυτό το ξεγυμνωμένο απομεινάρι
Να είναι άνθρωπος κι ας μην το χρειαστεί
Ξένος για τον μαστό του πουλιού και για των αστεριών το πέρασμα
Διαβαίνει την πίστη και ξέρει να προσπερνάει τον θεό
Ω λύπη πολλών ονομάτων που δεν χαράχτηκαν ποτέ κι ούτε διαβάστηκαν
Να σας θυμούνται μόνο οι γιοι που αγκάλιαζαν τις μπότες σας
Όταν επιστρέφατε αποκαμωμένοι από το τάισμα των αλόγων
Ω πολλοί χτύποι ματιών που ακουστήκατε μπρος από του Γκολάν τους λόφους
Να βρήκατε ανταπόκριση? Χίλια απότιστα κι ατάιστα ζωντανά
Καημένοι, να ένα καύκαλο θαμμένο κάτω από τα ξερά ποτάμια
Μακαρίζω της μνήμης τα μετάλλια – εμένα π’ ούτε το στόμα μου δεν ήξερα
Με φέρατε διωγμένο απ’ τα όνειρα και φανερώθηκα στο κορμί μου σα να ‘μουν άλλος
Μ’ είδα σε όραμα κι ήμουν περίλαμπρος ψεύτης σαν άγγελος κακού
Δοκίμαζα το στέρνο μου, συγκεντρωνόμουν στον θαμπωμένο μυ
Και οι παλμοί της καρδιάς μου ήταν φωνές ζωντανών.
Πώς έγινα ξύλινο δοκάρι κι επάνω μου κρέμασαν τα κομμένα χέρια των δούλων
Ήταν ωραία να περνάμε τα χίλια πρόσωπα – δόντια καλά μέσα στη λιτανεία
Μύριζε ο οίκτος ∙ η μνήμη δεν μ’ ανταποκρίθηκε
Να ο εξόριστος και να το ξέσπασμά του, έζησα ολόκληρος στα ψέματα του φίλου
Και ήμουν ευτυχής, έζησα ολόκληρος σε μια στοίβα προφητείες
Όλοι τετελεσμένοι – βρήκαμε γόνο στη συμφορά της αντοχής
Ποιος θα ‘ναι μαζί μας? Τι θα συμβεί δεν το γνωρίζουμε
Τα χρόνια εκείνα, στις λόχμες πλέναμε χωρίς φόβο τα κεφάλια μας
Μα πια δεν έχουμε καμία προστασία.
Άσμι, άσμι η θηλυκή αρχή, ούτε ζώο δεν είμαι ούτε κύριος
Κι ούτε κοιμάμαι ήσυχα τα βράδια στο σκοτάδι
Tecseiuq ecap ni sivo satirucsbo ni des tnus oed ba ilucsuperc irebil
Oed cen enimoh cen, aniger evlas
Χόρευε τόσο που δεν το καταλάβαινα αν ερχόταν από πίσω του ο ήλιος
Και τ’ απαλά πόδια του δεν έφταναν καν να γεμίσουν το παπούτσι.
Μήπως δεν ήταν κι αυτός ένας μονάχος με τα λαχταρισμένα του άσυλα
Να τα ζητάει από μακριά μέσα στο απάνθρωπο κάλεσμα της νύχτας
Μήπως δεν μάσησε πράα την τρυφερή κοιλιά του κουνελιού και δεν βρήκε μέσα της κορεσμό
Ούτ’ άλλη ζωή, μήπως δεν ζήλεψε τους τυφλούς τους καθάριους μες στην παθητικότητά τους
Να έχουν τόσο αγνοήσει τον τρόμο εκείνου που βγάζει τον τρόμο από τα κοιταγμένα του
Και μήπως η μοίρα του και η κάθε μοίρα δεν είναι κακή, όταν δεν δίνει τ’ απλούστερο
Που ο καθένας το κλαίει βουβά όταν ο κόσμος είναι επιτέλους δικός του?

Μι’ ανάσα πριν απ’ την ελευθερία μου, είδα λουριά που μ’ άλλαξαν τη γνώμη
Δημιουργώ το ρεύμα, ήχος από σπασμένο φανάρι που θυμίζει φτεροκόπημα
Ρωτώ αυτό που ξέρω, περιμένω αυτό που έχω
Θήλασα από την άγνοια κι αφού είμαι εδώ, περπάτησα και χωρίς να δω το μέλλον
Σπλάχνο δεν αδελφώθηκε με σπλάχνο, να το το φημισμένο στήθος τους και να
Το αραιό όνομά τους – ετούτη η οφειλή μάς κάνει αδέρφια
Ορκισμένος γεννήθηκε και ορκισμένος θα πεθάνει
Χάνει τα λόγια του – είπε, για ένα λεπτό μόνο να γείρει και να κοιμηθεί
Πολύνεκρο τ’ ήλιου το βασίλεμα, πέρα απ’ τα βατεμένα σύνορα
Που τολμηρά το μίσος τους λέει ν’ αγγίξει το ένα τ’ άλλο –
Στην κόλαση δεν φτάνει, αλλά προσεύχομαι γι’ αυτόν
Σαν πέφτει η νύχτα με την ίδια υπερηφάνεια
Άντε λοιπόν! Ένα τραγούδι για τον δωρισμένο σου τον γέρο
Ε το κατσίκι, που ανεβαίνει κόντρα στο βουνό, μια στάλα απ’ το κάθε τι τού φτάνει
Με το ξυλόπνευμα και με το ξυρισμένο του εφηβαίο
Γιατί αλωνίζουνε οι ψείρες αυτή την εποχή – να του ο άγγελος
Δίφαλλος και μ’ υδρόφιλο κεφάλι, να του ο τετράχειρος καρπός
Γύρισε τα μαλλιά του προς της προσευχής το κάλεσμα
Τ’ άσχημα χέρια του πήρανε φωτιά
Να είναι η φλόγα του ένας αστερισμός, μ’ όλο θεούς στο κατόπι του
Να είναι τα λόγια του λόγια που μάντεψε απ’ τα νεύρα?
Κουφάρια οι μάντεις του, συντρίμμια οι σύμβουλοί του
Από τα χείλη των ώμων τους βγαίνουν βλαστάρια χωρίς κραυγή
Τι λόγια ξεστομίζουν όταν είναι για νεκρούς, τι ενώπιοι ζωντανών σιωπώντας
Να το γνωρίζουν, ζουν μία ζάλη που δεν έχει ολοκλήρωση
Τόσο δειλοί ή τόσο συνετοί, που ξεθυμαίνουν το κακό μ’ άνθρωπος δεν τ’ ακούει
Χίλιες φορές τ’ άσχημα λόγια να πηγαίνουν στους νεκρούς
Γιατί το στέφανο χρειάζεται κεφάλι
Όπως το δαχτυλίδι δάχτυλο κι όπως το σκουλαρίκι αυτί
Αλλιώς δεν είναι όφελος, μη κόσμημα, είναι χαρτί που έγραψε αστόματος
Το σάλιο του μελάνι.

Αυτόν που δεν τον ξέρεις ας μην τον πολεμάς, αυτόν που δεν τον ξέρεις
Ας μη ζητήσεις να ‘ναι ο υπηρέτης σου, θέλει κι ο εχθρός να είναι γνώριμος καλά
Πιότερο από τον φίλο κι ο φίλος μάλλον βγαίνει φρονιμότερος
Σαν ξέρει πως διόλου δεν τον ξέρεις – μία είναι η αλήθεια
Πως ο καθένας έχει φυλαγμένη τη δική του, πιο από της Τυρούς τη φαρδιά λεκάνη
Που γέννησε ευχάριστα γιατί δεν την έπιανε το φως.

Σκίστε την ευημερία σας, σκίστε την ιστορία. Τι κάνουμε εδώ πέρα λοιπόν?
Τα ξύλα είναι κούφια, είναι βρεμένα και βρωμούν
Έτσι θα ‘ρθει κι άλλο πρωί για τούτα εδώ τα έξαλα
Κι ως κι η σελήνη βασιλεύει κι ως κι ομίχλη ξύνεται στων βρύων τις τραχιές σαϊτιές
Ένα πρωί ακόμη μα κι αυτό το βράδυ του θα πάρει
Κι από το βράδυ πίσω στο πρωί
Από τη χώρα αυτή ποτέ μας δεν θα φύγουμε
Αγέραστοι, κάθε χρόνο πίσω ένα χρόνο απ’ τη ζωή
Ποιος ο θάνατος που τον ξαναθυμάσαι στα γεγονότα του παρόντος?
Αυτός ο άνθρωπος είναι για ‘μένα ∙ ξένος μου μίλησε κάτω από τ’ ασημένιο δέντρο
Όσο ψηλά, τόσο, ναι τόσο χαμηλά
Ακούω καλά κι ακούω για τους ανάξιους βουβά, μέσα από το κλεισμένο μάτι
Στο τέλος συμβαίνει εκείνο που δεν το ‘χα φανταστεί
Χτίζεται επίγραμμα στης Ντιάνας το κεφάλι.
Ωραίες σκέψεις ∙ οικονομώντας, μαγείρευε χαράματα – για να προλάβει τη φτηνή φωτιά
Και στο τέλος κόλλησε λύσσα από τις νυχτερίδες.

Και αν η φωνή μου και αν το στέρνο μου και αν η ανύπαρκτη μορφή
Από τις έντεκα τη νύχτα έως τις τέσσερις το πρωί
Εκεί κοντά μου με το μακρινό ουρλιαχτό, μια στάλα λέγοντας δεν φτάνει.
Να τος λοιπόν των καλοζωισμένων ο πολέμιος και να ο σωσίας του
Σκύλοι ωριμασμένοι, ακολουθώντας της φρίκης τη σπανή μασχάλη
Είμαι μαζί τους, στην κλοπή και στον φόνο και στον έρωτα των παιδιών
Εμείς θα δείξουμε στον κόσμο την πραγματικότητά του
Σκύλοι νεαροί, σας δίνουμε τον κόσμο
Πέφτει Σταυρός? Πέφτει κεφάλι – ο νόμος μου ενάντια στου παρείσακτου το νόμο
Vous ne rêvez pas, à l’ombre de l'origine
La loi est la loi au-delà de la norme
Ο κόσμος θα τελειώσει στην Αιθιοπία
Κι ας είναι ο άνθρωπος να τελειώσει πριν τον κόσμο.

Ιζιντόρ! Καημένε μου Ιζιντόρ, κλαίω για ‘σένα
Πρέπει να είμαι απελπισμένος, πρέπει να είμαι καθαρός. Δείξε μου!
Να χτυπηθώ στον βράχο του μύθου, να κρεμαστώ από λιανό σκοινί –
Φίλος δεν είσαι, θα μισούσες εξίσου έναν τιποτένιο σαν εμένα
Μα δες εδώ, χωρίς χρόνο, χωρίς αιτία, χωρίς γλυκασμό, χωρίς
Θάνατο – δεν έχει να σταθεί, μήτε να υποφέρει
Άνθρωπος σ’ όλη του τη ζωή
Να τους λυπάσαι αυτούς που ζητάνε να συντριφτούνε με το ζύγι
Τι κι αν τους πρέπει ή το θέλουνε, τι ο χυδαίος ή ο πυρός, δεν είν’ άνθρωποι
Μην τους συντρίβεις, κράτα τους μονωμένους, δυνατούς
Δώσε τους εξουσία – φτηνό να ‘ναι το αίσιο
Κοιμούνται ορθοί σαν τ’ άλογα κοιμούνται με μάτια ανοιχτά σαν τα κουνέλια
Και τα προνόμια και οι εγκωμιασμοί και οι προστασίες…
Ευχάριστοι δεν είμαστε κι ούτε ελεήμονες
Μόνο την ομορφιά θα ευγνωμονείτε
Θέλουνε γη, προς τα χαράματα, λίγο λίγο λανάρισμα ∙ το κρέας τους ορφανό έχουν να φάνε
Κι απ’ της ειρήνης το δόλο έχουνε να σκοτώσουν ακόμα πολλούς.
Δεν προχωρώ. Αυτά τ’ ανακατέματα μού κάρφωσαν σπέρμα πένθιμο
Τη μια συμπόνια την άλλη ανοησία, ποιος στέργει αυτόν που κυνηγά ο κυνηγημένος?
Δυο φορές άθλιος, σκλάβος καταγωγής, π’ οι πρόγονοί του τόλμησαν
Να θέλουν άπαρτο το χώμα και τώρα να, σαν πάει να σεβαστεί
Πώς είναι αμέσως βλάσφημος κι εχθρός του ανθρώπου.
Δεν χάνεστε? Το αίμα μου είναι έντιμο
Με βοηθάει ο Σατανάς! «Δώσε σ’ αυτούς που αξίζουνε, δώσε σ’ αυτούς
Που δεν φαντάζονται καν πως θα το πάρουν και ούτε το ζήτησαν ποτέ.
Δώσε, αν τους αξίζει και αν τους αγαπάς. Αδύνατο, αδύνατο ν’ αγαπάμε όλον τον κόσμο».
Χαίρε, Σατανά, περιώνυμε δούλε της δημοκρατίας
Του δίκαιου δούλε και της ελευθερίας μου δούλε – άγιο το φρόνημά μου
Ανοιχτά τα στήθη ανοιχτές οι κοιλιές, θα χτυπηθούμε κι οι αγαθοί θα ξεχωρίσουν
Για πρώτη φορά τα καθαρά μάτια του
Ποιος θα ‘ναι μαζί μας? Θυμίαμα η βαριά σου ανάσα την αυγή,
Το μεσημέρι, ποταμίσια ψάρια αρμυρισμένα κατόπιν από της μάνας τα χέρια
"Ό,τι ζητάει ο άνθρωπος είναι η μουσική"
Άξεστα, μαδαρά τα κεφάλια τους γερνούν ούτε το στάσιμο δεν θ’ αντέξουν
Ό,τι ζητάει ο άνθρωπος, ό,τι κατρακυλά, ό,τι ξεχύνεται, ό,τι σκάει με την κακοσύνη,
Κακοσύνη γι’ αυτούς που δεν την αντέχουν, της πέτρας, ξεχαρβαλώνοντας ρόδου φλοιό
Στίγματα οι γέννες τους, μένουν για λίγο κι έπειτα πάλι ασάλευτες στο δέρμα
Βιάσου! Κι αν είναι θάνατος, καλό ‘ναι να τον προλαβαίνεις
Εύνοια παίρνει ο συνεπής κι ο λιγομίλητος – αν έχεις το προσόν, αδιάφορη η ψυχή σου
Κόντρα στο πάλεμα κόντρα στη μανία κόντρα στο γάλα το πολύ
Με πόνο βγαλμένο απ’ τα τριαντάχρονα μαστάρια, για το λιγόφαγο παιδί
Το θυμάμαι σαν χτες – κλεισμένη σ’ ένα δωμάτιο με τη μάνα της
Τέσσερα χέρια να μαλάζουν τη θηλή κι οι άσπροι πίδακες να χτυπιούνται στον καθρέφτη.
Βισλάβα, Ναντέζντα σάς πλάγιασε το χέρι μου, νήπια ακόμα
Δεν το μετάνιωσα ∙ εσύ, των νεκρών φίλη, εσύ που κάποιου είσαι κόρη σαν όλες
Νύφη του βουβαλιού και της αρκούδας, η παρθενιά για τον φόνο σου
Βρήκαμε την ευωχία σ’ ένα φιλί κι αυτό ήταν νεκροφίλημα
Αμίλητοι αγρυπνήσαμε κροκοδείλιο θεό
Και μετά το κυνήγι, από βλαστήμια τα σώματα μας σε διπλό λιοντάρι

Αχά! Έλα να μάθεις την ευχαριστία. Έχουμε ανθρώπους δικούς μας σε κάθε πατρικό
Κι άμα ο άγγελος κι άμα η θυγατέρα κι άμα ανέγγιχτο μωρό
Μια δεν μπορείς να μην την τραβήξεις κάθε μεσημέρι
Πάνω απ’ το κλάμα, τον νεκρό, το αίμα, τα χυτά τα σπλάχνα
Τα κομματιασμένα τα παιδιά, πολύ ωραία πολύ ωραία.
Ελάτε σκυλιά λεηλατήστε τα έμμηνά μου
Πάρτε από μένα της προθυμίας τη μυρωδιά
Ποιοι ουρανοί που δεν βρυχώνται απ’ την αποδημία, ποιες μάστιγες που χάνονται,
Χάνονται, χάνονται μα αισθάνονται τη γη
Μα βλέπουν το μέλλον τους στο χνούδι της ράχης
Μα ξεριζώνουν συγγένειες στου λοφίου τους τη φορά
Όποιος αντέχει ακολουθεί κι όποιος είν’ όμοιος ευπρόσδεκτος
Λοιπόν ευπρόσδεκτος κι η τύχη του ας τον περιφρονεί.

Δεν μπορώ να ‘χω τίποτα, μα τα πάντα γνωρίζω
Μα κανέναν δεν βρήκα, δεν μπορώ να περιμένω ∙ είναι ένας ξένος χίλια κομμάτια
Haben Sie Angst vor dem Zeitgeist? 

Τ’ απόπαχνα με κατευνάζουν και η φωτιά με κατευνάζει
Αξιοσέβαστος γιατί να είμαι εφόσον είμαι αυτό που θα ‘πρεπε να είμαι?
Ω πρόβλεψή μου, εσύ το ξέρεις πως δεν μας έλειψε ανάπαυλα μήτε ξεπλήρωμα
Κι ακμάσαμε όσες φορές χαθήκαμε κινούμενοι από τη γη και τον ουρανό ∙
Ξαναμαθαίνω τη χαλαρή μήτρα και λυπάμαι μαζί μ’ όσους λυπούνται
Και μ’ όσους χαίρονται χαίρομαι, αλλά χωρίς να ξεχνώ την υλακή μου
Ισορροπίες! Που στάθηκαν προφητικές. Οίκτοι! Που στάθηκαν ανεκτίμητοι
Πήρα στη φλέβα μου κεραυνό και καταιγίδα: ο φόβος έγινε θρίαμβος, η τέφρα χαλινάρι
Έπεσα τόσο χαμηλά που βρήκα την ακόρεστη λάβα και το ακόρεστο νερό
Ό,τι αγαθό δεν είχα φανταστεί πως φτιάχτηκε για να το επιθυμήσω
Έγινα γη και λιτανεία.
Ολοκλήρωσα την ομορφιά.




Αγγελική Κορρέ