Based on a true story...



Ήταν σοβαροφανής και μου κέντρισε το ενδιαφέρον σχεδόν αμέσως απ’ τη στιγμή που την είδα καθισμένη σ’ ένα βρώμικο τραπέζι του Dead and Buried, καταμόναχη, να κατεβάζει το απροσδιορίστου φύσεως και ποιότητας πρασινωπό ζουμί της μονοκοπανιά. Αυθεντική, καθαρόαιμη αγγλιδούλα, με ολόξανθα μετρίου μήκους μαλλιά και παγωμένη όψη. Ήταν πολύ λεπτή κι έμοιαζε σχεδόν ανήλικη. Παράξενη γυναίκα, μου άρεσε. Έφερε μια ιδέα αδιαφορίας για τα εγκόσμια και ματαιοπονίας σχετικά με την αναζήτηση της προσωπικότητάς της. Την πλησίασα και την κέρασα ένα ακόμη από αυτό το ζεματιστό, σμαραγδένιο οξύ που περνιόταν για αλκοόλ και μάλιστα νόμιμο. Δεν της είπα τ’ όνομά μου. Ούτε κι εκείνη το δικό της. Θα ήταν ανούσιο. Μιλώντας για διάφορα θέματα μου αποκάλυψε πως ήταν ζωγράφος -τουλάχιστον αυτό υποστήριζε πως της αρκούσε για βιοπορισμό και ψυχαγωγία- και που και που σχεδίαζε εξώφυλλα λογοτεχνικών βιβλίων.
«Γράφεις?» τη ρώτησα
«Μαλακίες...»
Συνεχίσαμε το ποτό μας ώσπου μία ώρα μετά της πρότεινα να φύγουμε. Είχα ζηλέψει το ταλέντο της στην πλήρη καταστροφή στομάχου από το πρώτο ποτό και είχα παραγγείλει Jaegermeister. Έπρεπε να φύγουμε γιατί αλλιώς θα εγκατέλειπα το χοντρόπετσο σώμα μου μέσα στο μπαρ και τα πιτσιρίκια ολόγυρά μας, καθότι επιφανειακά γκοθάκια μέχρι αηδίας, θα ενθουσιάζονταν και θα με κρατούσαν εκεί, νεκρή και σάπια, για λαϊκό προσκύνημα. Τους άρεσαν οι νεκροί. Σε πολλούς αρέσουν οι νεκροί, μόνο που οι περισσότεροι τους γνώρισαν μονάχα μέσα από μια κενόδοξη λατρεία της μέταλ μουσικής και του Πόε. Αφότου η καημένη η Ντόρις εξέπνευσε κατά τη διάρκεια ενός σαδιστικού παιχνιδιού, προσωπικά άρχισα να βλέπω τα πράγματα με άλλο μάτι. Αν δεν προκαλέσεις την κακοδαιμονία, εκείνη δεν σε επισκέπτεται ποτέ, θα μου πεις. Αφήνοντας τις ορχιδέες σου πάνω στον τάφο ενός αγαπημένου όμως, με μεγάλη ευκολία κυλούν οι σκέψεις της αποποίησης. Αν μπορούσαμε να ρωτήσουμε αυτόν που είναι από κάτω σίγουρα θα παρουσιαζόταν μία διαφορετική οπτική γωνία.
Τέλος πάντων, το θέμα είναι ότι εγώ κι εκείνη ήμασταν στο ξενοδοχείο μου στον κατάλληλο χρόνο ώστε να προλάβω να τρέξω και να βγάλω τα σπλάχνα μου στον νιπτήρα. Η μικρή γέλασε.
«Κάνεις και τίποτ’ άλλο πέρα από το να ποτίζεσαι με δηλητήρια?» μου είπε.
Γέλασα. Τραγική ειρωνεία, εγώ δεν θα έπινα ποτέ εκείνο το κωλόπραμα που έπινε εκείνη. Της προσέφερα μία από τις πιο ζεστές και αναπαυτικές μου πολυθρόνες και ξεκινήσαμε τη συζήτηση. Έβγαλε από την τσάντα της ένα στραπατσαρισμένο σημειωματάριο και μου το έδωσε. Έγραφε ποιήματα. Η σκύλα, και δεν μου είχε πει τίποτα στο μπαρ. Διπρόσωποι και κυκλοθυμικοί ποιητές, τι περιμένεις. Διάβασα. Έγραφε ωραία ποιήματα μόνο που ήταν μέσα στο αίμα και την αυτοκαταστροφή. Συνέχιζα την ανάγνωσή μου απορροφημένη και δεν κατάλαβα για πότε σηκώθηκε από την καρέκλα. Άρχισε να γδύνεται. Κάτω από το τεράστιο μαύρο ζιβάγκο κρύβονταν άλλοτε μικρότερες κι άλλοτε μεγαλύτερες ουλές, άλλες περισσότερο κι άλλες λιγότερο πρόσφατες, που έκαναν την κατάχλωμη σάρκα της να μοιάζει με ένα περίτεχνο κέντημα.
«Μάλιστα....» ψιθύρισα.
«Αυτό είναι η πρώτη σελίδα, αυτό η δεύτερη, αυτό.. δεν θυμάμαι, αυτό πάντως είναι η έκτη..» μου έλεγε, δείχνοντάς μου κάθε φορά με το δάκτυλό της κι ένα διαφορετικό τραύμα.
«Λοιπόν, Συλ...»
«Δεν με λένε έτσι, γλυκιά μου.»
«Θα έπρεπε, σου ταιριάζει. Λοιπόν, Συλ, οφείλω να παραδεχθώ ότι θα ήθελα να ήμουν σαν εσένα.» Γαμώτο, έγραφε πραγματικά πολύ ωραία ποιήματα. Αυτό που στ’ αλήθεια θαύμαζα όμως επάνω της, είναι η ικανότητά της να κάνει τα ποιήματά της πράξη και το αντίστροφο. Η δεύτερη περίπτωση, εκείνη κατά την οποία έκανε τις πράξεις της ποιήματα, ήταν ακόμη πιο ενδιαφέρουσα. Δεν έγραφε όμως μονάχα για το πώς κατακρεουργούσε τον εαυτό της. Έγραφε και για άλλα πράγματα, για την τρέλα των ανθρώπων, τη βία, το φόνο.
«Είσαι ιδιοφυία..»
«Νομίζεις ότι είμαι ιδιοφυία?» μου απάντησε ρίχνοντάς μου ένα βλέμμα όλο απογοήτευση, λες και της είχα πει ότι ήταν λεπρή.
«Κοίτα, Συλ, υπάρχει πολλή βλακεία γύρω μας. Εσύ είσαι απ’ έξω, εντάξει?»
«Όχι, όχι, δεν είμαι. Ζούμε σε έναν κόσμο πανομοιότυπων φρενοπαθών. Ο ιδιοφυής, δεν είναι παρά εκείνος που πάσχει από μία διαφορετική μορφή σχιζοφρένειας.»
«Που να σε πάρει ο διάολος, μικρή μου, έχεις σκοτώσει ποτέ κανέναν?»
«Όχι...»
«Έχεις στερήσει από κανέναν κανένα μέλος του σώματός του, κανένα δάκτυλο, κανένα μάτι, ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο?»
«Όχι...»
«Θα ήθελες όμως να κάνεις στους άλλους ότι κάνεις στον εαυτό σου, έτσι δεν είναι?»
«Ναι, γλυκιά μου....»
«Ε, τότε είσαι ιδιοφυία, γαμώτο. Γιατί συγκρατείς την τρέλα σου. Δεν διαφωνώ, όλοι είμαστε ψυχωτικοί. Μόνο που εσύ ξέρεις να χαλιναγωγείς την τρέλα σου. Αν δεν είναι αυτό ευφυΐα, να μην ξαναπιώ τσιγάρο ποτέ..»
«Χα! Πες μου ότι κρίνεις τα μυαλά των ανθρώπων μαστουρωμένη! Έτσι εξηγείται..χαχαχα.»
Η μικρή άρχισε να γελάει με την κατάντια μου κι εγώ γέλασα με τη δική της.
Το ίδιο βράδυ δεν έγινε τίποτα μεταξύ μας, ούτε και το επόμενο. Έμεινε για λίγες ημέρες μαζί μου και δεν έγινε τίποτα. Όταν έφυγε, παρ’ όλο που φοβόμουν κι έτρεμα σαν το ψάρι μπροστά στις γυμνές λεπίδες γιατί κατά βάθος ήμουν η θλιβερή προσωποποίηση της δειλίας, αποφάσισα να ανακαλύψω κι εγώ την αρετή της αυτοκαταστροφής. Δεν τα κατάφερα ποτέ στ’ αλήθεια. Μου αξίζει να πεθάνω. Από ατύχημα. Σιγά να μην μπορώ ν' αυτοκτονήσω...