RISUS SARDONICUS



Αυτή είναι η στιγμή κι αυτός είναι ο τόπος των μαρτυρίων. Με χαρά περισσότερη απ’ όσο κανείς αντέχει, ενώπιον μίας μάχης που δεν μας πολεμά, καταπίνουμε το κατάλληλο φάρμακο για την κατάλληλη αρρώστια και τα ίχνη μας χάνονται σε μέρη ασύλληπτα, όπου τα Λουπερκάλια δεν διαφέρουν και τόσο απ’ την Ασούρα. Με τον κρότο του σιωπητηρίου, πλαγιάζουν στο κεφαλάρι του Προκρούστη όνειρα γι’ άλλες εποχές. Είναι η γενεά η κρυμμένη από επίδοξους προγόνους κι από επίδοξους απογόνους, πολύ αρμονικά συμφιλιωμένη με την ορφάνια και την ακληρία της, γεμάτες κοιλιές, κνήμες χαλύβδινες, ώμοι που τραγουδούν και σκληρά κεφάλια, που ανεβαίνουν κόντρα σε όρη και βουνά, σπαρμένα κρεμάλες. Είναι φιλί επάνω στο σταυρό, κορδέλες μετάξια που ντύνουν ελαφρά το σώμα του φρεσκοσκοτωμένου, μα πριν την αποκαθήλωση μ’ έναν άνεμο γίνονται ικανές ν’ αποκαλύψουν σημεία που δεν κάνει να κοιτάζουν οι ζωντανοί. Είναι ένας άνδρας, είναι μια ορδή από άνδρες, που στα χέρια τους σηκώνουν κούφια κρανία σαν κούπες συσσιτίου, είναι οι απόγονοι των Γερμανών, των βαρβάρων, που βάρβαρους τους χαρακτήρισαν οι βάρβαροι των βαρβάρων οι Έλληνες κι αργότερα οι μίμοι των βαρβάρων, οι Ρωμαίοι. Μα από πού πήγαζε η μαλθακότητα της κρεατοφαγίας που τόσο φόβιζε τους αρχαίους ποιμένες του Ρήνου, από την εκστατική γεύση, ή τον αιματηρό φόνο? Και τι είναι φόνος? Ας πει κανείς πως δεν είναι η ίδια η οντολογία ο φόνος και θα του αποδείξω με χίλιους τρόπους πως κάνει λάθος. Κινούνται, κινούνται οι άνθρωποι, κινούνται οι μάζες, τα ποτάμια,οι χείμαρροι, τα χώματα, τα κάρα των κουφαριών, τα μαντζούνια, οι δεισιδαιμονίες, τ’ άστρα και οι ουρανοί. Ατίθασα τα κομμάτια της αισθητικής ενώνονται μ’ έναν ίλιγγο, μ’ έναν χαλασμό. Η ομορφιά είναι ντροπή και η ντροπή είναι ομορφιά. Αλίμονο σ’ όποιον δεν σκέφτεται σαν τον ερημίτη! Τι είναι η εξουσία που κυλά, οι ουλές που ρέουν, τι είναι τα πύρινα συγχαρητήρια από καιρό σε καιρό κι από άνθρωπο σε άνθρωπο που η αγρύπνια της συμπόνιας δεν τον αγγίζει? Είναι να χαίρεσαι? Δεν είναι. Από τώρα το λέω, πως για κανέναν δεν αισθάνομαι συμπόνια. Ναι στη δικαιοσύνη, ναι στο δικαίωμα, ναι στο καθήκον, ναι στην ελευθερία, ναι στο ήθος, στην πίστη, ναι ακόμη και στα πάθη, μα τίποτε άλλο δεν ανέχομαι. Όποιος κι αν τυραννιέται, όποιος κι αν πεθαίνει, ακόμη κι ο μόνος γιος ή η αγνότερη κόρη, ακόμη κι ένα βρέφος ή ένας έφηβος. Ούτε θλίβομαι,ούτε συμπονώ. Αναγνωρίζω πως άνθρωπος είναι και το έμβρυο που δεν έχει ακόμη γεννηθεί, άνθρωπος είναι ο σπόρος, άνθρωπος είναι το σπέρμα, αλλά όποιος άνθρωπος πεθαίνει δε μ’ αφορά. Γιατί αν κλάψω δεν θα φοβηθεί η βαρβαρότητα κι ούτε είναι το αίμα τίποτε άλλο από το δεύτερο στηθαίο γάλα του ανθρώπου.Αναγνωρίζω τον θάνατο, όπως αναγνωρίζω τη βία και την αγάπη. Μεγαλύτερη μανία δεν υπάρχει, από αυτήν του ανθρώπου που αγαπά, είτε τον εαυτό του, είτε το παιδί του, είτε το θεό του. Ο συριστικός ήχος του ατσαλιού, από ένα μαχαίρι ή μια λόγχη, είναι γι’ αυτόν που ακούει για τον αγαπημένο του, ενώ το απαλό γρύλισμα του νερού κάτω στη θάλασσα κατά το μεσημέρι, πολύ μακρινό, πολύ οικείο, όπως ακούει κανείς την καταδίκη του. Χρυσός ο πυρετός της εκκλησιολογίας! Οι Ιάσονές της και οι Αλφόνσοι της, μα το σταυρό μου, θα το βρουν από αυτούς που τους αγάπησαν, μέσα από δώρα λαμπρά. Η τρέλα δεν θα πάψει,για όσο η καταδίκη μάς ευλογεί! Ξένα σημεία, ανήκουστα θαύματα, που ο Σίμων ο Μάγος τώρα φυλλομετράει από την κόλαση. Ένας θα ξέρει από θαύματα, ένας από δωροδοκία. Απ’ τις φαβέλες στ’ αχαμνά στου Σηθ ως τις σαπρές κορώνες των υιών Ζεβεδαίου, όλοι κάποιον τον υπηρετούνε. Ο άνθρωπος έχει μι’ ανάγκη για όλα,ακόμα και για το να ‘ναι σκλάβος. Ενάντια σ’ όλα, ενάντια σ’ όλους. Υπάρχει γνώση στεντόρεια μες στα πράγματα, ή μια τρισάγια περιφρόνηση ∙ κι απέναντι σε κάθε πράγμα δρας όπως σε έχει προετοιμάσει η ικανότητά σου να εκπλήσσεσαι, εσύ,που ποτέ δεν εκπλήσσεσαι, ο παγωμένος που μένει γονατισμένος εξαρχής, από πλήξη για τη στάση και από πλήξη για την πτώση. Μα είναι η ομορφιά της αλήθειας και το λιγοστό των ωρών, που δεν ωφέλησε ποτέ του αρπάζοντας τον κυνικό ενθουσιασμό του να κάνεις το οτιδήποτε. Άνθρωπος μέσα στην ομορφιά του. Κι αν δεν μιλάμε τη γλώσσα του, αναγνωρίζουμε τι του ‘χει συμβεί. Τι είναι, αν όχι τύχη κακών γιων που τους καταράστηκαν χίλιες κατάρες, να σπαταλιέσαι σαν το φως του ήλιου πίσω από το έρκος των αγουροξυπνημένων? Χαρά σ’ αυτόν που πάει στον αιώνιο ύπνο ή στην αιώνια αγρύπνια, επιστρέφοντας όπως επιστρέφει ένας άνδρας ευγενής,ηττημένος από τον τελευταίο ηττημένο.



Αγγελική Κορρέ