ζε σουί α κοσόν (◡‿◡✿)

Είναι ξανά η ώρα μου, μετά από χρόνια. Το βλέμμα του πεπτωκότος που εκτρέπεται με περικλείνει. Ξανά στον παράδεισο, ξανά εκεί που η ιστορία κρεμάει όπως η ξέχειλη τσέπη στις ποδιές των γυναικών. Σκέφτομαι τι έχω κάνει για ν’ αξίζω τόσα πολλά. Τίποτα. Παίρνω απλώς όσα δε μου ανήκουν. Ό,τι συμβαίνει μου ανήκει ούτως ή άλλως. Υπάρχουν ακόμα πολλά που δεν ξέρω για κανέναν, κι όλα οι όψεις της τύχης μέσα σε αυτό που έχω αποκαλέσει ζωή: την ανοίκεια βάφτισή μου, την ελάχιστη εξουσία πάνω στης κηδείας μου την τέλεση. Θα ζήσω σαν τι, θα πεθάνω σαν τι; Σαν ένα γουρούνι που λιμάζει, μα και πάλι σπαράζει κάτω από το μαχαίρι του κυρίου του. Σ’ αυτόν τον κόσμο, δεν υπάρχει τίποτα πιο σπαρακτικό από το κλάμα των γουρουνιών. Εκεί που ο κερασφόρος κερατίζει και ο ονυχοφόρος νυχιάζει, το γουρούνι οδύρεται σαν να φαντάζεται πως δε θα πεθάνει, μα θα παρατηθεί εκεί χάμω να ξεψυχάει, δίχως να έχει ψυχή, όπως ξερνάει χολή ο λιμοκτονημένος. Δε χρειάζομαι το θρήνο μήτε ο θρήνος με χρειάζεται πια. Χιλιάδες προφητεμένοι μες σε χιλιάδες αποδιωγμένους τυχάρπαστους, τη μια ο βρόντος του ήλιου πριν ανατείλει τα καλοκαιριάτικα πρωινά την άλλη το αγκομαχητό των βουνών αφού δύσει ο ήλιος τα καλοκαιριάτικα βράδια τούς κατακτούν δάχτυλο το δάχτυλο, μάτι το μάτι, τρίχα την τρίχα, κόκαλο το κόκαλο, μέχρι όλο τους τ’ ανθρωπινό σώμα που πλαγιάζει δίχως ηρεμία και ξυπνά δίχως όνειρα. Παρά μονάχα στο τέλος της ζωής μας, που δε θα κατέχουμε πια ούτε μια κίνηση κι ό,τι πάει ν’ απομείνει από μας θα ‘ναι κείνες οι φοβερές συσπάσεις των νεύρων κάτω από πεθαμένο πετσί, θα ‘μαστε ισοδύναμοι των γουρουνιών, ένα βήμα μπροστά απ’ τον ίδιο μας το θάνατο, παίρνοντας πίσω τα ξεριζωμένα μας αχαμνά απ’ αυτούς που όλη μας τη ζωή αποκαλούμε δικούς μας, φτύνοντας αίμα μέσα στο μέλι και το γάλα, μη σταματώντας να χτυπιόμαστε με το βλέμμα μπροστά σαν να κυνηγιόμασταν ακόμα, μη σταματώντας να ξελαρυγγιαζόμαστε με τη γλώσσα απ’ έξω σαν να ‘μασταν ζωντανοί, τότε, λοιπόν, τότε μόνο, μιας κι ως και τα είδωλά μας θα ‘χουνε πια κουφαθεί, αλλά τώρα εδώ θα μιλάμε για παλλόμενη σάρκα, για πόλεμο, για σφαγή, για εσχατιά που στειρώνει κι αγριεύει τη γη και κάνει τα ζώα να τρέμουν. Τυχαίνει να έχω κατά νου τι πάει να πει να μη θέλεις. Ό,τι κι αν θέλει να μη θέλει κανείς. Η τελευταία μου κουβέντα δε θα ‘ναι μήτε συγχώρεση μήτε καταδίκη, μήτε διαθήκη ή αποχαιρετισμός μήτε προσευχές ή λόγια αγάπης. Είναι δυσβάσταχτο να είσαι ελεύθερος, μα ακόμα πιο πολύ να μην είσαι. Μα εγώ δεν ξέρω τίποτα απ’ όλα αυτά. Ούτε ξέρω, ούτε με νοιάζει. Είμαι ένα γουρούνι.
 
Αγγελική Κορρέ