Πιέτρο Αρετίνο, μια επιστολή


ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΤΖΙΟΒΑΝΜΠΑΤΙΣΤΑ ΝΤΡΑΓΚΟΝΖΙΝΟ

 

Η Μούσα δίνει αθανασία, αλλά δε δίνει φαΐ και ρούχα.

 

Καλέ μου άνθρωπε, το σονέτο που, με τη γνωστή ευθύτητα και το φιλάνθρωπο μυαλό σου, άντλησες από τη διάνοιά σου για χάρη μου, το διάβασα μ’ ευχαρίστηση και το φύλαξα με σύνεση, επειδή η καρδιά μου εκτιμάει το καλό που έκανες επιθυμώντας να με τιμήσεις, όπως και τους άξιους στίχους με τους οποίους ήδη με τίμησες. Λυπάμαι που δεν είμαι κάνας πρώτος σ’ ευρωστία ή τιμές, επειδή αυτό με εμποδίζει να σε ξεπληρώσω σ’ οτιδήποτε παρά σ’ αισιόδοξα λόγια. Οι Μούσες έχουν ανάγκη από χρήματα, κι όχι από κομψές ευχαριστίες ή παχιές προσφορές. Στα σίγουρα, αν τούτες οι φτωχές είχαν σταυρώσει τον Χριστό, δε θα ‘χαν καταδιωχθεί τόσο από τη φτώχεια. Ο φίλος μου ο αξιότιμος Αμβρόσιος του Μιλάνου, όταν είδε έναν γνωστό του να φοράει μόνο μια κάπα για ρούχο, τον έδειξε με το δάχτυλό του και είπε: «Αυτός θα ‘πρεπε να ‘ναι ποιητής». Για όνομα του Θεού, δεν πρέπει ν’ αφήνουμε τη βαναυσότητα της μοίρας να μας απελπίζει, μιας κι ‘ναι ωραίο πράγμα να βγάζεις τ’ όνομα προς πώληση στα πανηγύρια, ακούγοντάς το παράλληλα να τραγουδάει στην τράπεζα, αποκηρύσσοντας την πεποίθηση του Θανάτου, που θα ομολογήσει ότι δεν είναι όλοι οι ποιητές κρέας για τα δόντια τους – παρόλο που κάνουν ωραίο γεύμα, ζεστό ή κρύο. Μα τον Θεό,  αυτή η ανάγκη, η δολοφονική ανάγκη, είναι σαν τη φύση των πριγκίπων, αφού αντλεί ευχαρίστηση στο να τους βλέπει να υποφέρουν τη ζωή στο τηγάνι της κακουχίας, δίνοντάς τους να φάνε για πικάντικα και για ξινά τα περιττώματα της δόξας, όταν ένα «ενθάδε κείται ο τάδε» κάνει τη μάζα να ‘ρχεται τρέχοντας στον τύμβο τους. Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι θα δούμε άσπρη μέρα στον άλλο κόσμο, ζώντας σ’ αυτόν εδώ με βιάση. Κι έτσι, όποιος θέλει να προχωρήσει γυμνός και ανυπόδητος, ας μεταμορφώσει τον εαυτό του από άνθρωπο σε χαμαιλέοντα και ας γίνει ριμαδόρος. Μα, για να τελέψουμε με τις φλυαρίες,

 

Στις υπηρεσίες σου, όπως ήμουν πάντα κι όπως πάντα θα είμαι.

 

Βενετία, 24 Νοεμβρίου 1537
 
 
 
μτφρ. α.κ.