[να γίνεις ένας γλύπτης αισθήσεων, όχι ένας μινιατουρίστας λεξικών]

Πιέτρο Αρετίνο, μια επιστολή από τον α' τόμο
 

 
ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΝΙΚΟΛΟ ΦΡΑΝΚΟ
 
Να πηγαίνεις από το μονοπάτι που σου δείχνει η Φύση στη μελέτη σου, αν θες τα γραφτά σου ν’ απελευθερωθούν απ’ τις σελίδες όπου ‘ναι γραμμένα, και να γελάς μ’ αυτούς που κλέβουν λιμοκτονούσες λέξεις, γιατί υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ των μιμητών και των κλεφτών, κι αυτοί οι τελευταίοι είναι που αναθεματίζω. Οι κηπουροί κατσαδιάζουν αυτούς που ποδοπατούν τα βότανα για να πάρουν τα καρυκεύματά τους και όχι αυτούς που τα εκριζώνουνε απαλά, ενώ ξινίζουν τα μούτρα τους μ’ αυτούς που σπάνε τα κλαδιά προκειμένου να πάρουν το φρούτο που θέλουν και όχι μ’ αυτούς που παίρνουν δυο τρία δαμάσκηνα κουνώντας ίσα ίσα τα κλωνάρια. Σε διαβεβαιώνω ότι, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όλοι τείνουν προς την κλοπή παρά προς τη μίμηση. Πες μου, δεν είναι ο κλέφτης που μεταποιεί ένα ρούχο που έκλεψε ώστε να μπορεί να το φορά χωρίς να γίνει αντιληπτός από τον ιδιοκτήτη του πιο ευφυής από εκείνον που, ανίκανος να καμουφλάρει την κλοπή του, πιάνεται στα πράσα; Άκουσες τις προάλλες, που η Γκράτσια μας διάβαζε τον σπουδαίο διάλογο του θεϊκού Σπερόνε, μια παρατήρηση από το ευφραδές στόμα του Φορτούνιό μου σχετικά με την πλατωνική σκέψη που την είχε μιμηθεί σε κάθε τι – και το είπε αυτό επειδή περπατούσε με τα βήματα αυτών που υπηρετούσε. Κοίτα κι αυτό: η γκουβερνάντα ανατρέφει το βρέφος που φροντίζει, πιάνοντας τα πόδια του και μαθαίνοντάς το να περπατά, βάζοντας το χαμόγελό της στα μάτια του, τις λέξεις της στη γλώσσα του, τους τρόπους της στις κινήσεις του, έως ότου η Φύση, ενόσω αυτό μεγαλώνει, το εξασκεί στο να έχει τους δικούς του τρόπους. Κι αυτό, βήμα βήμα, έχοντας μάθει να τρώει, να περπατά και να μιλά, διαμορφώνει μια συμπεριφορά νέων συνηθειών, κι εγκαταλείποντας την αγκαλιά της γκουβερνάντας, ξεκινά να διαχειρίζεται τις δικές του γενετήσιες συνήθειες. Κι έτσι συμβαίνει μ’ όλα τα ζωντανά πλάσματα ∙ εμμένουμε τόσο στην πρωταρχική μας εκπαίδευση όσο και τα πουλιά που κάθονται να διδαχτούν από τον πατέρα και τη μάνα απ’ τους οποίους θα πετάξουν μακριά. Έτσι πρέπει να πράττει καθένας που αξίζει τον τίτλο του ποιητή, και, παίρνοντας μόνο πνευματική έμπνευση, ν’ αναδύεται με μι’ αρμονία πλασμένη από τα δικά του κατάλληλα εργαλεία. Επειδή τ’ αυτιά του κόσμου είναι χορτάτα απ’ τα «το αναγκαίο είναι…» κι απ’ τα «από την άλλη πλευρά…», και η θέα αυτών των δυο μες στα βιβλία μάς κάνει να γελάμε όπως θα γελούσαμε και μ’ έναν ιππότη που θα εμφανιζόταν στην πλατεία φορώντας όλη του την πανοπλία, με τα χρυσά πλουμίδια και το ακαδημαϊκό του καπελάκι, και θα λέγαμε πως είτε τρελός είναι είτε μασκαράς. Κι όμως, κάποτε έτσι ντύνονταν ο Δούκας Μπόρσο και ο Μπαρτολομέο Κολιόνι. Σε τι χρησιμεύουν αυτά τα συγκεχυμένα χρώματα με τα οποία βάφονται τούτες οι άτακτες συστάδες χωρίς προσχέδιο; Το μεγαλείο τους έγκειται στην εκτεταμένη χρήση τους από τον Μιχαήλ Άγγελο, που διαχειριζόταν με τόση ένταση τη φύση και την τέχνη, που δεν ξεχωρίζεις ποιος είναι ο δάσκαλος και ποιος ο μαθητής. Κάποιος μπορεί να του παράγγελνε, εφόσον είναι καλός ζωγράφος, να φτιάξει ένα αντίγραφο ενός κομματιού βελούδου ή της αγκράφας μιας ζώνης! «Η αλήθεια βρίσκεται στους μωρούς» είπε ο Τζιοβάνι ντα Ούντινε σε κάποιους ανθρώπους που έμεναν ενεοί μπρος στα θαυμαστά γκροτέσκα στη Στοά του Λέοντος και στον αμπελώνα του Κλήμεντος. Και, για του λόγου το αληθές, τον Πετράρχη και τον Βοκάκιο τους μιμούνται αυτοί που εκφράζουν τις ιδέες τους με την ίδια αβρότητα και την ίδια φινέτσα που ο Πετράρχης και ο Βοκάκιος εκφράζουν τις δικές τους, κι όχι αυτοί πους τους κατακλέβουν, όχι στα «συνεπώς» και στα «κατόπιν» τους, στα «συνήθως» τους και στα «απλά» τους, αλλά στην ποίηση που βρίσκεται εντός τους. Και, όταν υπάρχει ο διάβολος που τυφλώνει τόσο ύπουλα, υποχρεώνοντάς μας να μοιάσουμε του Βιργιλίου, που έκλεψε απ’ τον Όμηρο, ή του Σανατσάρο, που έκλεψε απ’ τον Βιργίλιο, η αμαρτία μάς συγχωρείται. Αλλά το σκατόαιμα των σχολαστικών που θέλουν να ποιητίζουν τρέφεται από τη μίμηση, κι ενόσω διατυμπανίζουν τα ψωρόεργά τους, παραχαράσσουν το προσωπικό ύφος και το διακοσμούν με χτικιάρικες λέξεις, όπως το θέλει η πεπατημένη. Ω τυχάρπαστο πλήθος, σ’το λέω και θα σ’το πω ξανά και ξανά, η ποίηση είναι ένα καπρίτσιο της Φύσης πάνω στα κέφια της – δεν έχει ανάγκη τίποτα παρά την ολόδική της μανία, ενώ, δίχως το ποιητικό τραγούδι, γίνεται ένα άηχο κύμβαλο, ένα καμπαναριό χωρίς καμπάνα. Γι’ αυτόν το λόγο, αυτός που πάει να δημιουργήσει χωρίς να γδύσει τη Χάρη απ’ τα φασκιώματά της δεν είναι τίποτα παρά μια χούφτα κρύο κουρκούτι. Οποιοσδήποτε αμφιβάλει μπορεί να τα ξεκαθαρίσει μέσα του με το εξής: οι αλχημιστές, που δούλεψαν μ’ όποια μαραφέτια μπορούσε να φανταστεί η τέχνη της υπομονετικής πλεονεξίας τους, δεν κατάφεραν ποτέ να φτιάξουν χρυσάφι, αλλά μάλλον μια καλή απομίμηση. Ενώ η φύση, χωρίς να σκοτίζεται για το παραμικρό σ’ αυτόν τον κόσμο, παράγει χρυσάφι εκλεκτό και καθαρό. Κράτα τα αυτά που θα σου πω για έναν σοφό ζωγράφο που, όταν ρωτήθηκε για το ποιον μιμήθηκε, έδειξε με το δάχτυλό του ένα μικρό πλήθος ανθρώπων, υπονοώντας ότι από τη ζωή κι απ’ την αλήθεια αντλούσε τα παραδείγματά του, όπως κάνω εγώ όταν μιλάω και γράφω. Η ίδια η Φύση, καθώς κι η απλότητα, η θεραπαινίδα της, μου δίνουν αυτό που χρησιμοποιώ για τις δημιουργίες μου, και η ίδια μου η πατρίδα λύνει τους κόμπους της γλώσσας μου όταν πάει από πρόληψη να μπερδευτεί σε ξένες φλυαρίες. Κοντολογίς, καθένας που λερώνει χαρτιά μπορεί να χρησιμοποιήσει τα ρητορικά του ερωτήματα και την πονηριά του, αντί της δουλειάς και της υπομονής. Αλλά εσύ ασχολείσαι με τα νεύρα κι αφήνεις το δέρμα στους βυρσοδέψες, που κάθονται εκεί και ζητιανεύουν ψίχουλα φήμης με το ταλέντο ενός ληστή, κι όχι ενός πεπαιδευμένου ανθρώπου, όπως είσαι εσύ. Είναι αλήθεια ότι μιμούμαι τον εαυτό μου, εφόσον η Φύση σαν σύντροφος είναι μεγάλος μπελάς, και η τέχνη μου ‘γινε τσιμπούρι από ανάγκη. Το λοιπόν, σε συμβουλεύω να κοπιάσεις και να γίνεις ένας γλύπτης αισθήσεων, όχι ένας μινιατουρίστας λεξικών.

Βενετία, 25 Ιουνίου 1537
 
 
μτφρ α.κ.
 
πίνακας: Πίτερ Μπρέγκελ, λεπτομέρεια από τον "Θρίαμβο του Θανάτου"