Είπα: καρδιά μου, αν με πληγώνουν έτσι
Τα ίδια μου τα
όπλα, της άσπλαχνης της μοίρας μουτα όπλα τα αιχμηρά τι θα μου κάνουν;
Αν, έχοντας φύγει απ’ την αγάπη μου μακριά,
Νιώσω τη θλίψη όλο και πιο πολύ να με ζυγώνει,
Μιας κι η κατάστασή μου την επιδεινώνει για καλά,
Θα ’ξέρω θα ’πρεπε αντίδοτο κι εγώ να είχα πάρει
Για τη μέθη μου, και για φρενιασμένη μου καρδιά
Που στον κακό το δρόμο μ’ έχει βγάλει.
Τώρα το λάθος μου το μετανιώνω – φευ!
Εδώ καλά καλά δεν είχα εγκαταλείψει
Τον λατρεμένο τόπο όπου η αγάπη κατοικούσε,
Και είπα: «Αλίμονό μου! Αυτήν τη γη κι αυτές
Τις θάλασσες, όπου ο ήλιος μου στο θρίαμβό του
Κάθ’ άλλο φως το σκιάζει, πάει; Τ’ αφήνω;»
Κι άμα τα λόγια που ’πα έλεγα ξανά,
Πισωγυρίζοντας να ματαδώ τ’ αγαπημένα χώματα,
Καθώς αυτοί που φεύγουνε αυτό που αγαπούν τους τρώει
Να λένε, θα ’βλεπα πάλε στο κατόπι μου πουλιά
Στο στανικό τους πέταγμα το θρήνο μου ν’ ακούσουν
Και ν’ απαντούν στον πόνο μου με τη φωνή τη βλαβικιά –
Και τον αγέρα θα ’βλεπα σχεδόν να σταματά,
Την καταιγίδα να κοπάζει, και τα δέντρα και τα βράχια
Λες και μου συμπονάν τα βάσανά μου.
Μα ’ναι εξουθενωμένα, μα περίλυπα είναι πια,
Απ’ τις πολλές κραυγές τα πνεύματά μου,
Τόσο που κίνησα τα ψάρια και τα κύματα
Και τώρα κλαιν’ μαζί κι αυτά τα κλάματά μου.
Της Άντριας οι ακτές έχουν πιο λίγους κόκκους άμμου
Απ’ όσες έχω εγώ φορές που τ’ όνομά του φώναξα,
Σαν τώρα που και πάλι το καλώ, και μ’ αποκρίνεται μονάχα η ηχώ του.
Με στεναγμούς πήγα ’καψα, με δάκρυα πήγα ’πλυνα
Της αγάπης μου τα ρούχα, και μες στο ίδιο του το σπίτι
Τα κρατούσα στο στήθος μου σφιχτά και τα φιλούσα
Κι έλεγα: Ω ρούχα, που ’σασταν κάποτε γύρω από κείνου τ’ άκρα –
Άκρα που πήρε απ’ τον Νάρκισσο ο Άρης – τυλιγμένα,
Αν οι ουρανοί με φέρουν πάλι
Στον τόπο αυτόν απ’ όπου ηλίθια πήρα μια φυγή,
Το βήμα μου το ποταπό ποτέ δε θε να σύρω σ’ άλλη.
Εκεί που πήγα, μήτε μια πέτρα υπήρξε μήτε πρασινάδα
Που να μην έκλαψε μαζί μου κι ίσως να ’πε: «Πού πας, σαλή;»
Κι από τη μακρινή τη σφαίρα ακόμη όπου ’χουν τ’ άστρα
Το λαμπρό τους σπιτικό, θα είχε σίγουρα φανεί τους
Για τη νύχτα, ότι αντάμα μου έκλαιγε κι αυτή.
Τον ήλιο είδα στ’ αλήθεια ν’ ανατέλλει, ολόφωτος, λαμπρός∙
Αλλά τα μάτια τα δικά μου τα ’χε θαμπώσει φως
Που τόσο αβρότερο συνεπήρε το νου και την καρδιά μου,
Που φάνηκε ο ήλιος να φτωχαίνει σ’ ομορφιά
Εκτός κι αν ίσως, ακούγοντας το θρήνο μου,
Να χλόμιασε στον πόνο μου μπροστά.
Ω σε ποια στέρηση του νου, σε ποι’ αφροσύνη
Αυτός που θα μπορούσε στης πατρίδας τη φωλιά
Μεστά να ζήσει με την αγαπημένη εκεί σιμά του
Βγαίνει στη γύρα από λιμάνι σε λιμάνι
Γιατί πιστεύει πως στης αγάπης τις φουρτούνες
Γίνεται η απόσταση καταφύγιο να σταθεί!
Ο άνδρας λοιπόν που ξέρει πώς, ας φύγει∙
Θα περιβάλλεται πάντα απ’ της αγαπημένης του τη μνήμη –
Πράγματι, την εικόνα της κρατά μες στην καρδιά του ζωντανή.
Αν την αυγή δω να οδηγεί σ’ εμάς τη μέρα,
Μες στα λουλούδια αυτά και στ’ άλικα τριαντάφυλλα
Που το μέτωπό της στεφανώνουν και τα λατρευτά μαλλιά,
«Όπως» θα πω «και του αγαπημένου η γλυκιά
Η όψη, όπου τα δώρα τους όλα αποθέσανε τα ουράνια
Κι η φύση όσο πουθενά την τελειότητά της δείχνει».
Έπειτα, σαν βλέπω μες στη σκότια τη νύχτα
Τόσα πολλά τ’ αστέρια φωτερά,
Η αγάπη εδώ μαζί μου μού τ’ ορκίζεται – όλ’ αυτά
Όμορφα, αιώνια, κι όμως δεν είναι τόσα
Όσες οι αρετές αυτού που την ψυχή μού ξεριζώνει.
Κι έτσι κι εγώ ίσα τις μέρες μου μακριά
Απ’ το φως να κάνω πιο λυπηρές, πιο ζοφερές ακόμα
Κρατάω ζωντανό τον ήλιο αυτόν απ’ όπου άρπαξα φωτιά
Και που σ’ αυτόν, με στεναγμό και κλάμα, γράφω τώρα.
μτφρ. Α.Κ.