Βερόνικα Φράνκο, επιστολή στον Τιντορέτο [Lettere familiari a diversi]


Δεν αντέχω, κύριε Τιντορέτο, ν’ ακούω όλους αυτούς τους ανθρώπους που παινεύουν τους παλιούς καιρούς τόσο πολύ, ενώ βρίσκουν τόσα ελαττώματα στους δικούς μας, και ισχυρίζονται ότι η φύση υπήρξε μια στοργική μητέρα για τους άνδρες της αρχαιότητας, αλλά άσπλαχνη μητριά για τους άνδρες του σήμερα. Πόσο απέχει αυτό απ’ την αλήθεια ας αφήσω να το αποφασίσουν άνθρωποι με σωστή κρίση, σαν λιγότερο, θαρρώ, προκατειλημμένοι από τους άλλους. Ανάμεσα σ’ όλα αυτά για τα οποία συνήθιζαν να εξυψώνουν τους αρχαίους ώς τα ουράνια, βρίσκεται τ’ ότι οποιοσδήποτε απ’ αυτούς δημιουργούσε την πιο όμορφη και μεγαλόπρεπη τέχνη, είτε ήταν ζωγραφική, είτε γλυπτική, είτε ανάγλυφα, αφού ισχυρίζονται ότι κανείς στον σημερινό κόσμο δεν μπορεί να φτάσει την τελειότητα του Απελλή, του Ζεύξη, του Απολλόδωρου, του Φειδία, του Πραξιτέλη, ή άλλων σπουδαίων και διάσημων ζωγράφων και γλυπτών των καιρών εκείνων – και με ποια λογική τα λένε όλα αυτά δεν ξέρω. Έχω ακούσει κυρίους ειδήμονες στην αρχαιότητα και με πάμπολλες γνώσεις περί των τεχνών αυτών να λένε ότι στην εποχή μας, ακόμα και σήμερα, υπάρχουν ζωγράφοι και καλλιτέχνες που πρέπει να γίνουν γνωστοί όχι μόνο ως ίσοι αλλά ακόμα και ως ανώτεροι των καλλιτεχνών των αρχαίων καιρών, όπως ο Μιχαήλ Άγγελος, ο Ραφαήλ, ο Τιτσιάνο, και άλλοι που έπραξαν όπως πράττετε κι εσείς σήμερα.
Και ξέρετε, δεν το λέω αυτό για να σας κολακέψω, αφού είναι γνωστό σε όλους. Αν εσάς δε σας φαίνεται και τόσο, είναι επειδή κλείνετε τ’ αυτιά σας στους επαίνους και δε σας νοιάζει να μάθετε τι σκέφτονται για σας οι άνθρωποι, όπως συμβαίνει με άλλους καλλιτέχνες, είτε είναι ζωγράφοι είτε οτιδήποτε. Νομίζω πως αυτό συμβαίνει επειδή, έχοντας κατακτήσει το απόγειο της τέχνης σας και ξέροντας πως κανείς άλλος δεν έφτασε ποτέ τόσο μακριά, σαν άνδρας που αρνείται έναν οδηγό που ποτέ δεν ταξίδεψε στον δικό του δρόμο, δεν προσέχετε καθόλου την κρίση των άλλων ανθρώπων, είτε σας επαινούν είτε σας ψέγουν. Εσείς εστιάζετε εξ ολοκλήρου σε μεθόδους μίμησης ή μάλλον υπέρβασης της φύσης, όχι μόνο ως προς αυτό που μπορεί να το μιμηθεί κανείς μοντελοποιώντας την ανθρώπινη φτιαξιά, γυμνή ή ντυμένη, βάζοντας χρώμα, σκίαση, μορφή, χαρακτηριστικά, μύες, κινήσεις, πράξεις, πόζες, καμπύλες και δομή εφαπτόμενη στη φύση, αλλά πολύ περισσότερο εκφράζοντας τις συναισθηματικές διακυμάνσεις. Δε νομίζω ότι ο Ρόσκιος ήταν ικανός να υποδύεται τόσα πολλά συναισθήματα στη σκηνή όσα το θαυμαστό κι αθάνατο πινέλο σας ζωγραφίζει πάνω στο ταμπλό, στους τοίχους, στον καμβά ή σ’ όποια άλλη επιφάνεια.
Σας ορκίζομαι πως, όταν είδα το πορτρέτο μου, έργο από το θεϊκό σας χέρι, αναρωτήθηκα για μια στιγμή αν ήταν ζωγραφιά ή ένα φάντασμα που στέκεται εμπρός μου από κάποιο τέχνασμα του διαβόλου, όχι για να με κάνει να ερωτευτώ τον εαυτό μου, όπως συνέβη με τον Νάρκισσο (γιατί, δόξα τω Θεώ, δε θεωρώ τον εαυτό μου τόσο όμορφο ώστε να φοβάμαι μην παρανοήσω από τις ίδιες μου τις χάρες), αλλά για κάποιον άλλο λόγο, άγνωστο σ’ εμένα. Ένα λοιπόν θα σας πω και τα υπόλοιπα είναι βέβαια: η θεία φύση βλέπει με πόσο ζήλο τη μιμείστε, μη σας πω την υπερβαίνετε, τόσο που όσο εκείνη φθίνει τόση δόξα κερδίζουν τα αθανάτά σας έργα. Έτσι λοιπόν, ποτέ δε θα τολμήσει να προσφέρει στους ανθρώπους των καιρών μας εκείνην την υψηλή κι αγέρωχη ευφυΐα που απαιτείται για να μπορεί να εξηγηθεί η τελειότητα της τέχνης σας. Κάπως έτσι ελπίζει ν’ αποφύγει την ντροπή, εν λόγω κι έργω, σε όλους τους καιρούς που είναι να ’ρθουν. Κι εγώ, σίγουρη πως ποτέ μου δε θα παράγω τέτοια μεγαλειώδη έργα, αφήνω κάτω την πένα μου και προσεύχομαι στον ευλογητό Κύριό μας για την ευτυχία σας.

 

 


 

Μτφρ. α.κ

Πίνακας: Τιντορέντο, Πορτρέτο Γυναίκας