[......]


 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Έχω τη λαχτάρα, κάτω απ’ αυτό το κεφάλι έχω κρυφτεί,
Πόσο φουσκώνουν εδώ τα παιδιά που δε θα ’ρθουν σε μένα –
Πιο πολλή ηλικία από την καθαρή δύναμη μιας αγίας,
Πιο πολύ χρέος από το τράβηγμα ανθρώπων που τρώνε,
Να ’το το νεύρο μου, το κορμί μου, να ’τη η συκή της μαρτυρίας μου,
Ένα πιάτο ψαροκέφαλα – δύο τρεις η ώρα, αλλιώς…
Ξύγκι, ένα κομμάτι χοιρινό, διψάω πολύ, το στομάχι μου ή διαβήτης,
Ή, μετά από χρόνια φυλακής, μέσα στον εγκαταλελειμμένο μύλο,
Ο Ρώσος βρικόλακας: Πρώτα πρέπει να πιω δώδεκα κουβάδες νερό
Και να φάω δώδεκα οκάδες μήλα.
Στη στέγη από μέσα μια ξερή χελιδονοφωλιά, μολαταύτα
Εκειδά πλάγιαζε το τέρας.
Είμαι με το Κόμμα. Ποιο κόμμα; Ένα είναι το Κόμμα.
Αχ, αυτή η γάγγραινα, αυτή η πουτάνα.

Θα σε χαλάσω, ηλίθια –
Εις τον αναπαμόν των ευτυχισμένων, τον αληθινό νόμο
Των ζωντανών, εις τα ενδύματα και τα όπλα, εις το μικρόν
Κομμάτι από χλοερή χώρα, τρώγομαι, ξύνω τα πόδια μου,
Τρώγομαι μοναχή μου, δίνω εδώ τις εικόνες του ονόματός μου:
Μπροστά απ’ την πόρτα ποιανού; Σαν ήμουν νέα
Ήμουν το πέταλο του γερο-Τσιούνγκ, που τώρα έχει πεθάνει –
Του γερο-ιερέα δηλαδή. Ήμουν το πέταλο του λουλουδιού και ήμουν
Το πέταλο του λουλουδιού, άγνωστέ μου,
Εγώ ήμουν το πέταλο του λουλουδιού σαν ήμουν νέα.


αγγελική κ.