Έρμαν Έσσε, τρία ποιήματα


 

Still Life with Scabiosa and Ranunculus, Vincent van Gogh
Ι.
Έξω ήταν ήσυχα στον δρόμο
Και μόνο το παράθυρό σου φώτιζε ερυθρό,
Μες στο δωμάτιό σου ήσουν μόνο εσύ,
Εσύ κι ο θάνατος.

Ήταν συννεφιασμένη νύχτα και μαζεύονταν
Στοίβες βαριές τα νεκρά φύλλα.
Μου είπε: «Σ’ αγαπώ.
Επίτρεψέ μου να μπω μέσα».

Το φως σου έσβησε∙ έμεινα μόνος.
Άνοιξα το παράθυρό μου
Και κάτσαμε ώρα στην παρέα μας οι δυο,
Εγώ κι η νύχτα.

 
 
 
 
 
 
 
 
ΙΙ.
Τώρα ποτέ ξανά δεν θα τ’ ακούσεις,
Πώς με μια κίνηση απαλή
Το δοξάρι ακουμπώ πάνω στις χορδές
Και σε καλώ.

Τώρα ποτέ ξανά δεν θα το δεις,
Πώς, πολύ μετά το μεσονύχτι, το φανάρι μου
Δίπλα από το χαρτί και το μολύβι
Βρέθηκε δίπλα στο παράθυρο.

Μπορεί τα ωραία, λευκά τριαντάφυλλα
Που ’ναι στον κήπο
Και που τα φύτεψα για σένα
Να μην τα ξαναδείς ποτέ πια.

Όμως ακόμη, έστω κι αν μονάχα το βιολί μου
Μένει ξάγρυπνο στο σπίτι,
Έχω μιαν αίσθηση πως εσύ, αγάπη μου,
Είσαι κοντά μου.


*************************************

Πολλές φορές έμεινα ξάγρυπνος στη σκέψη
Πως την ώρα αυτήν ένα καράβι πλέει στην ψυχρή νυχτιά
Και θάλασσες γυρεύει και κινεί γι’ άλλες ακτές,
Σ’ αυτούς τους κόσμους που η λαχτάρα τους εμένα μ’ αναλώνει –
Στη σκέψη πως την ώρα αυτήν, σε τόπους που θαλασσινός κανείς
Δεν ξέρει, καίει ανείδωτο ένα σέλας πορφυρό –

Στη σκέψη πως την ώρα αυτήν τ’ ωραίο χέρι μιας γυναίκας
Τ’ άσπρο, ζεστό του μαξιλάρι αγκαλιάζει καθώς αγάπη αναζητά –
Στη σκέψη πως κάποιος που του ’μελλε φίλος μου να γίνει,
Την ώρα αυτήν βρίσκει μες στον ωκεανό κακό χαμό –
Στη σκέψη πως η μάνα μου, που δεν μ’ αναγνωρίζει πια,
Ίσως την ώρα αυτήν μέσα στον ύπνο της να λέει τ’ όνομά μου.


μτφρ. α.κ.


*************************************


I.
Die ganze Straße war in Ruh
Und nur Dein Fenster war noch rot,
In Deinem Zimmer warst nur Du,
Du und der Tod.

Die Nacht war wolkenschwarz und trieb
Verdorrte Blätter träg in Reihn.
Sie sprach zu mir: Ich hab Dich lieb,
Laß mich herein.

Dein Licht erlosch; ich war allein.
Da ward mein Fenster aufgemacht,
Und lange saßen wir zu zwein,
Ich und die Nacht.

II.
Jetzt kannst du’s nimmer hören,
Wenn ich mit leisem Strich
Den Bogen an die Saiten leg’
Und rufe Dich.

Jetzt kannst Du’s nimmer sehen,
Wenn spät nach Mitternacht
Mein Ämplein noch bei Blatt und Stift
Im Erker wacht.

Und kannst die schönen, weißen
Theerosen, die im Garten steh’n
Und die ich noch für Dich gepflanzt,
Auch nimmer seh’n.

Und doch, wenn meine Geige
Allein noch wach im Hause ist,
Verspür’ ich’s oft, daß Du, mein Lieb,
Mir nahe bist.

*************************************

An dem Gedanken bin ich oft erwacht
Daß jetzt ein Schiff geht durch die kühle Nacht
Und Meere sucht und nach Gestaden fährt,
Nach denen heiße Sehnsucht mich verzehrt.
Daß jetzt an Orten, die kein Seemann kennt,
Ein rotes Nordlicht ungesehen brennt.

Daß jetzt ein schöner fremder Frauenarm
Sich liebesuchend preßt in Kissen weiß und warm.
Daß einer, der zum Freund mir war bestimmt,
Jetzt fern im Meer ein dunkles Ende nimmt.
Daß meine Mutter, die mich nimmer kennt,
Vielleicht im Schlaf jetzt meinen Namen nennt.