ΝΑΖΙΚ ΑΑΛ-ΜΑΛΑ’ΙΚΑ.

[Martin Wittfooth]

ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ


Στάθηκε απέναντι στον ήλιο και φώναξε:
«Ήλιε! Είσαι σαν την εξεγερμένη μου καρδιά
Που έχουν τα νιάτα της σαρώσει τη ζωή
Και το αστέρευτό της φως
Ξεδίψασε τ’ αστέρια.
Πρόσεχε! Μην επιτρέψεις σε μι’ αναίτια λύπη
Ή σ’ ένα μάταιο δάκρυ μου να σε ξεγελάσει.
Γιατί είναι η λύπη αυτή η εικόνα εξέγερσής μου
Ενάντια στο φως – σε θέλω μάρτυρα, άγιε!

»Πρόσεχε! Μην επιτρέψεις στην όψη μου τη σκυθρωπή
Στο δέρμα το χλωμό ή στην αμφιθυμία μου να σε ξεγελάσει
Εάν η σύγχυση, οι ρυτίδες ενός βασανισμένου ποιητή
Εμφανιστούν αχνά αχνά στο μέτωπό μου,
Είναι απλώς κείνο το αίσθημα που κάνει την ψυχή μου να πονά
Είναι ένα δάκρυ για την τρομερή ζωή.
Είναι μονάχα η προφητεία που δεν μπορούσε να διαψευστεί κι έτσι
Αντιστάθηκε στη λύπη, πάνω στο πρόσωπο μιας δύσκολης βιωτής.

»Τα δυο μου χείλη – δαγκώνονται απ’ τον πόνο τους
Τα δυο μου μάτια – διψούν για τη δροσιά.
Το βράδυ άφησε μια σκιά στο μέτωπό μου
Και το πρωί κατέστρεψε τις ελπίδες μου ξανά.
Έτσι λοιπόν, δεν έχω παρά να διώξω την τρέλα προς τη φύση
Μες στα ευωδιαστά τριαντάφυλλα, στις σκιές του απογεύματος.
Αλλά εσύ κορόιδεψες τη θλίψη μου, τα δάκρυά μου
Και γέλασες μπρος στον πόνο μου, μπροστά στην καταφρόνια.

»Κι εσύ, ήλιε; Τι απογοήτευση!
Είσαι αυτό που συλλογιέμαι στα όνειρά μου
Είσαι αυτό που τ’ όνομά του η νιότη μου φωνάζει
Ψάλλοντας στη ρύμη σου τ’ αβρού φωτός
Είσαι το ιερό μου κι όσιο, εκείνο που λατρεύω
Σαν είδωλο όταν ζητώ ανακούφιση απ’ τον πόνο.
Τι ψέμα! Τώρα δεν είσαι τίποτα για μένα
Παρά μια σκέτη σκιά μέσα στην όλη μου κατήφεια.

»Θα καταστρέψω το ξόανο που έχτισα για σένα
Από αγάπη για καθεμιά σου αχτίδα
Και θ’ αποστρέψω τα μάτια μου απ’ το φως σου.
Δεν είσαι τίποτα παρά το φάντασμα μιας έκλαμψης απατηλής.
Έναν παράδεισο θα φτιάξω εγώ απ’ της καρδιάς μου τα όνειρα∙
Θα προχωρήσει και δίχως τις αχτίδες σου η ζωή.
Εμείς οι ονειροπόλοι μες στην ψυχή μας
Έχουμε τα μυστικά του θεού, μια χαμένη αιωνιότητα.

»Μην ρίχνεις σ’ αυτά τα δέντρα τις αχτίδες σου!
Αν ανατέλλεις, δεν είναι για τούτη την καρδιά ενός ποιητή.
Το φως σου δεν μου ξυπνά τίποτα πια,
Γιατί πατρίδα μου έγιναν τ’ άστρα της νυχτιάς, που εμπνέουν το πνεύμα.
Είναι οι φίλοι που μένουν ξάγρυπνοι στα σκοτεινά
Καταλαβαίνουν τις εκρήξεις μέσα στην ψυχή
Και τραβούν τα βλέφαρά μου με νήματα αργυρά
Από φως στο γητεμένο απόβραδο.

»Η νύχτα είναι η μουσική, είναι η ποίηση της ζωής
Όπου περιπλανιέται ο συμπονετικός θεός της ομορφιάς.
Η ψυχή, λεύτερη πια, φτεροκοπά
Και ίπτανται οι ψυχές ανάμεσα στ’ αστέρια.
Πόσες φορές περπάτησα κάτω απ’ τα φώτα και τις σκιές της νύχτας
Αποξεχνώντας τη λύπη μιας άδικης ζωής.
Με στα χείλη επάνω ένα τραγούδι μ’ ουράνιο ρυθμό
Μέσα από το δικό μου στόμα έψελνε το καραβάνι των αστεριών.

»Πόσες φορές έτρεξα πίσω από κάθε φως παροδικό
Και πήρα να συνθέτω τις μελωδίες μου στο σκοτάδι της νύχτας,
Πόσες φορές πήγα να δω το φεγγάρι να χάνεται στο σκότος
Και περιπλανήθηκα στη γη των φαντασιών.
Η σιωπή κάνει την ψυχή μου να δονείται
Στην ηρεμία και στο σκοτάδι του βραδιού,
Ενώ το φως χορεύει στα βλέφαρά μου, πνίγοντας
Στα βάθη τους τα όνειρα μιας καρδιάς που ελπίζει ακόμα.

»Ήλιε! Όσο για σένα… τι;
Τι τα αισθήματα κι ο νους μου μπορούν να βρουν σ’ εσένα;
Μην εκπλήσσεσαι που έχω αγαπήσει το σκοτάδι,
Εσύ, θεά της φλόγας που λειώνεις, που τήκεσαι
Εσύ που κομματιάζεις κάθε όνειρο που γεννιέται
Για τους ονειροπόλους και κάθε πνεύμα μαγικό –
Εσύ που συντρίβεις ό,τι χτίζει το σκοτάδι
Και τη σιωπή στα βάθη της καρδιάς του ποιητή.

»Όλο το πλήθος των τρελών αχτίδων σου, ω ήλιε,
Είναι πιο αδύναμο από τη σπίθα της επανάστασής μου
Κι η τρέλα της φωτιάς σου ποτέ δεν θα πάψει τη μουσική μου
Για όσο η άρπα στα χέρια τα δικά μου παραμένει.
Κι αν είναι ν’ αφανίσεις τον κόσμο, θυμήσου
Πως θ’ αδειάσω τον ναό μου απ’ τις αχτίδες σου
Και θα θάψω το παρελθόν που είχες δοξάσει
Ώστε ν’ αφήσω την όμορφη νύχτα να στεγάσει
Το αύριό μου».


7.8.1946


μτφρ. Α.Κ.