"Chimera" - Sabin Balasa |
Μια μέρα
φτάνει η Χίμαιρα στην πόλη τη μανή,
Όπου αναρριγεί
’νας νιος κι αφήνει το κρεβάτιΣτ’ ωραίο τέρας τρέχοντας –στο μαύρο μονοπάτι–,
Που στα χρυσά του μάτια φαίνουν κίβδηλοι ουρανοί.
Τι γραιών,
παιδιών και γυναικών: οργώνει το
κορμί –
Ίσια μπροστά
του πάντοτε τ’ ανήλεό της μάτι…Πέφτει η νυχτιά… Κατέφτασε. Μια στο κατώφλι επάτει
Και μια τις κάρες που πετούν εμπρός της οι νεκροί.
Μα ξάφνου στα θηράματα
χιμάει το θεριό
Κι απ’ ηδονή
βρυχάται ως στέκει τρομερόΤις σιδεριές το δόντι της να σπάσει όσο λιξαίνει.
Μ’ αυτός ο
νιος που το ’μα του ρέει κάτω στο χώμα
Και αναζητά της
Χίμαιρας τα θεία μάτια ακόμα,Χαμογελώντας μ’ ανοιχτά τα στήθια του πεθαίνει.
Μτφρ. α.κ.
La chimère a
passé dans la ville où tout dort,
Et l’homme en tressaillant a bondi de sa
couchePour suivre le beau monstre à la démarche louche
Qui porte un ciel menteur dans ses larges yeux d’or.
Vieille mère,
enfants, femme, il marche sur leurs corps…
Il va
toujours, l’œil fixe, insensible et farouche…Le soir tombe… il arrive; et dès le seuil qu’il touche,
Ses pieds ont trébuché sur des têtes de morts.
Alors soudain
la bête a bondi sur sa proie
Et debout, et terrible, et rugissant de joie,De ses grilles de fer elle fouille, elle mord.
Mais l’homme
dont le sang coule à flots sur la terre,
Fixant toujours les yeux divins de la ChimèreMeurt, la poitrine ouverte et souriant encor.