Πρόωρη Ταφή

Esodo Pratelli - L'aviatore Dro, 1913

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
II.

Είναι ο χρόνος ο λησμονημένος χήρος των ένδοξων ταφών
Που κλαίει μπροστά στο κενοτάφιο ενός απογόνου άγνωστου
Ή των ανδρών και των γυναικών χωρίς όνομα
Που βρέθηκαν στραγγαλισμένοι ένα πρωί στα γερά ποτάμια
Και η μεγάλη επιστήμη εκείνη η χλοερή όχθη
Όπου ο τίγρης κατασπάραξε το παρθένο κορίτσι
Με την ξύλινη στάμνα του νερού ριζωμένη στο χωματένιο κεφάλι ακόμη;
Είναι οι άνθρωποι της σιδηράς εποχής άνθρωποι χωρίς ένδυμα
Καρφωμένοι επάνω στους τεφρούς όνους τους σα να ‘ταν άλογα
Λερωμένοι με το χαμηλό βλέφαρο αλλά καθησυχασμένοι από το πένθιμο ύψος
Που η παραίσθηση του ξερού ζώου φέρνει απ’ τα σκέλια του
Με το παράφορο σπέρμα του υλικού και της ιδιοκτησίας;

Τόσο πολύ έχει δώσει το τεχνητό πρωί και το βράδυ
Στο χρόνο, το μόνο ακίβδηλο που απέμεινε, μια τέτοια παραμόρφωση
Που και η κόκκινη μάσκα του γελωτοποιού και η μαύρη μάσκα του δήμιου
Ωχριούν στο θάμβος του μυστηρίου του απλού ανθρώπου, του ζωντανού ή νεκρού
Που δίνει στις γιορτές των πυρών και της εξαχρείωσης
Καινούρια ζώα για σφαγή, τροφή και θυσία; Τα μάτια τους
Ένας βώλος χρυσού κι ένας βώλος αργύρου
Ζεστά, καθαρά ζώα, τρυφερά στις παχιές σπάλες της κρυμμένης αρρώστιας
Τρεις και τρεις φορές σκοτωμένα και πάλι με το λαιμό αναγεννημένο
Θα καθίσουν στο τραπέζι ενός χασάπη δανδή
Για να τα κόψει η σκαλιστή λεπίδα του υψηλού κόσμου.

Εκείνα τα ζώα κι εκείνοι οι άνθρωποι είναι το πύον της ηθικής
Ο ήλιος της Υπερβορείας τους φέγγει απ’ το πλατύ κρεβάτι του Πλούτωνα
Η Λίλιθ, η Τανίτ και η Ναεμά του
Η εξαίσια πόρνη του κόσμου απλώς αλλάζει τον άνεμο των μαλλιών της
Όποτε το κύμα στα μάτια ενός μεθυσμένου στην άκρη της θάλασσας
Μοιάζει να είναι ο παφλασμός του πρώτου ανθρώπου γι’ αυτήν τη νύχτα
Που αποφάσισε στ’ αλήθεια να πνιγεί.



V.

Είναι το μαχαίρι του δόλου που εισβάλλει στην Τροία μου
Στύβει το σπλάχνο μου, γεννοβολά μέσα μου, με λεηλατεί, μ’ ατιμάζει
Με καίει. Γιατί μολύνθηκα από το ίδιο το αίμα μου
Και τώρα με ραίνει η ψυχή μου ως ξύδι και νερό
Στο φλογισμένο μέτωπο του πιο ενόχου ανθρώπου του κόσμου.
Ρέω σα μέλι σαν γάλα
Στο στόμα εκείνου που κάθεται σιδηροδέσμιος στην καρέκλα του
Πήζω στα σπλάχνα του και καθώς πάει να μ’ αποβάλλει
Στρατοί από έντομα ορμούν πάνω του και τον κατατρώνε.

Γερασμένη μα ακμαία ντροπή θερίζει τα στάχυα της θλίψης μου
Ζυμώνει το ψωμί της, το ψήνει πάνω στη λέπρα και με ταΐζει
Όσο χωνεύω το ψωμί συρρικνώνεται η καρδιά μου και η σπλήνα μου
Συρρικνώνεται ό,τι μέσα μου έχω, τα κενά αυξάνονται και πληθύνονται
Με μια νέα φυλή από χάη υποτάχθηκα στο νέο πρωί.

Μα να φοβάστε αυτόν που πενθεί τον εαυτό του, το θύμα των άλλων
Να φοβάστε αυτόν που ρουφά το δόλο πιότερο απ’ αυτόν που τον παράγει
Πόση δύναμη, πόση δύναμη του ανθρώπου πηγάζει από το δόλο και το φθόνο
Και πόση λύπηση αξίζει σ’ όποιον παθητικά θ’ αποδεχθεί
Αντί με φωτιά να απαντήσει στους δυνάστες του, μόνο ένα ουρλιαχτό ν’ αφήσει
Σαν το σφαγμένο βρέφος έξω από τα σκαλοπάτια του Καπιτωλίου
Να κλάψει με λίγο αίμα κι έπειτα στα σκυλιά να πεταχτεί
Γιατί ‘ναι άχρηστη και σάπια η σάρκα του για τον πόλεμο.

Τόσο δυνατά ακούγεται από τη φλέβα μας ο παλμός του πολέμου
Που και κείνη ακόμη από ένστικτο ραγίζει.
Συνάντησα χθες ένα λευκοντυμένο γέρο που μου ‘πε
Η καταστροφή, ο θάνατος και τα μαθηματικά είναι τα φυσικά ένστικτα
Του ανθρώπου. Λοιπόν είχε δίκιο γιατί μόνο τότε θυμόμαστε
Όλα αυτά που είχαμε κάποτε αγαπήσει και μας εξαντλεί
Το πόσο σκληρά ο θάνατός τους πετρώνει μέσα μας
Δεμένος στον τράχηλο της πρώτης αγάπης
Να παρασέρνει βραχνός την αίρεσή μας στον πάτο της θάλασσας
Κι η πρακτική μας σκέψη να σφίγγει τόσο τρελά τη θηριωδία
Ώστε να ‘μαστε ευτυχισμένοι τρώγοντας, τραγουδώντας, σαπίζοντας
Αναπαυτικά μέσα στους τάφους των οίκων μας
Κι ο αληθινός θάνατος να μην είναι για ‘μας
Παρά μια μετακόμιση σ’ ένα μικρότερο τάφο
Γι’ αυτό ο αληθινός θάνατος μάς φοβίζει, γιατί ο αληθινός τάφος είναι μικρός
Και οι τρυφές μας θα ξεχείλιζαν απ’ αυτόν απειλώντας μας να μας πνίξουν

Πού έχουν χαθεί τα σκισμένα παπούτσια των μικρών παιδιών
Που έτρεχαν με τα ξανθά πόδια τους από πίσω μας εκλιπαρώντας για ένα φιλί
Το μεγαλύτερο, τον πιο απρόσιτο των πλούτων μας, στα κεφάλια τους,
Τα σκισμένα παπούτσια όλων εκείνων των μικρών ανθρώπων
Που άφηναν τα κομμένα μάτια τους φωτοβόλα στα ισχυρότερα σκοτάδια μας
Κι ήταν η ελεημοσύνη τους ζεστή σαν τα μητρικά στήθη
Για ‘μας που από βρέφη είχαμε να τραφούμε από ένα τόσο αγνό φλόγισμα
Στο θώρακά μας τον ξεσκισμένο από τα οικόσιτα πουλιά

Η τρισκατάρατη σμίλη των ραμφών τους είναι δική μας ολότελα
Μισώ τον γύπα μα εκουσίως του δίνω τη σάρκα μου
Κι αν είμαι νεκρός κι αν είμαι ζωντανός ή μισοπεθαμένος
Κρατώ την αποσύνθεση μέσα μου σα φυλαχτό ψευτομάγου της χώρας μου
Και τα κόκαλά μου ακόμη αν βρεθούν στα στομάχια τους πάλι η σήψη
Να ‘ναι δική μου. Γιατί δεν υπάρχει ούτε ένα έτος στο σώμα μου
Είμαι άναρχος σαν το θάνατο, αγέραστος λες και πουλήθηκα στον εαυτό μου
Θ’ ακούσει άραγε κανείς τις οστεώδεις χορδές της μεταμελείας μου
Ταπεινά όταν εκείνες πια θ’ αναμασούν το στερνό φόβο του κόσμου
Ή μήπως θα μείνω νεκρός, ασυλλόγιστος
Στο μαλακό ψωμί του μυαλού μου μια μούχλα αλειμμένη με μαχαίρι λεπτό;

Μακάρι να ξυπνήσω και να βρω, ακόμη κι όταν θα σήπεται η ζωή μου,
Δυο βλέφαρα πάνω στις κόγχες μου δυνατά τόσο ώστε να ζητούν
Ν’ ανοίξουν μονάχα μπροστά σε μια καθαρή μέρα. Να δω ξανά
Τα σπουργίτια στα κλαριά της μαύρης μουριάς
Να βυζαίνουν τους αντιλάλους των ήχων τους
Την βραδινή δροσιά ν’ αγριεύει στους πόρους μου
Και τ’ αστέρια να φθάνουν σα σε προσκύνημα
Ευλαβικά στ’ αγιασμένα λείψανα αυτής της μέρας

Άραγε ξέρει κανείς από τους φίλους μου
Πως ζωντανός μέσα στο σφραγιστό μου τάφο μου είμαι χαμένος
Και πως, σαν το τρισόρφανο παιδί μέσα στη ζοφερή ερημιά, φοβάμαι;

Καθαρίστε με για τώρα αγαπημένοι μου, κι όταν πεθάνω αληθινά
Πριν να με θάψετε θέλω να βγάλετε τα μάτια μου. Αν τύχει και ξυπνήσω
Να μην μπορώ να ξαναδώ κάτι σαν κείνο που είδα.
Το ανυπόφορο, το λίγο μάτι μου ως τότε θα το βρίσκετε
Στο Ζλάτογκραντ δίπλα στη μάνα του πατέρα μου
Και το βραδύκαυστο το γέλιο μου
Στο τραγικό γέλιο του πολέμου που στερεύει.


Α.Κ.

Ο Μονόκερως και η ψύχωση, εκδ. Τυπωθήτω - Λάλον Ύδωρ , Μάρτιος 2012