Δεν γεννηθήκαμε ξένοι τυχαία,
Σιδερένιοι κι αβάσταχτοι
Έφυγε το κορμί μας ένα μεσημέρι τυχαίο
Να πλύνει την καρδιά του να τη στύψει απ’ το ξένο νερό
Θα δείτε παντού πεθαμένα πουλιά, παρατημένα στη σήψη, ακόμη και μες στην άνοιξη, ακόμη και κάτω από τον πιο ζεστό ήλιο. Κι ο αθώος πεθαίνει κι ο λοιμός του δεν κοιτάζει τον ήλιο. Ένα μωρό που γεννάς από το στόμα, θέλει να κόψεις την γλώσσα σου μαζί με το λώρο, να μιλάς ως εκ τούτου με τα δόντια και τα χείλια μονάχα. Όταν θα βγεις στο μπαλκόνι να ξεκουραστείς, θα συνειδητοποιήσεις πως όλα είναι γκρίζα, αλλά ευτυχώς, εσύ θα έχεις φυτέψει στις γλάστρες σου ροζ και κόκκινα γαρύφαλλα, ελπίζοντας τα γαρύφαλλα να μην βγάζουν πύον. Υπάρχουν σώματα μ’ αρκετό απ’ αυτό μέσα τους. Κίτρινο ή κιτρινοπράσινο, είμαστε σχεδόν πριγκίπισσες στην αρρώστια. Ας είχαμε μόνο τη μεγάλη ευτυχία να περπατάμε στα τέσσερα. Τότε θα ήμασταν πλούσιοι. Πλούσιοι σαν ένα πεύκο. Ο άνθρωπος είναι το πεύκο. Ένας ξερός, λιγνός φλοιός που ραγίζει αποκαλύπτοντας ένα ποτάμι από ολόχρυσο ρετσίνι. Ο χυμός είναι μια έκσταση, μια γιορτή, ο Βάκχος, ο Πάνας και ο Σαβάζιος. Κι όσο για τη σελήνη που κοιτάζεις, εκεί είναι το θησαυροφυλάκιο, ενώ εμείς καθόμαστε εδώ και φιλάμε πένθιμα το κολοσσιαίο ψάρι της κατάστασης και τις λειχήνες της κακοδοξίας. Είμαι ο Απόλλωνας και ο Υάκινθος. Ιδανικότερα θα ήμουν ο Ερμής. Είμαι ένα κουνέλι, αλλά δεν είμαι αυτό που φαίνομαι. Κάπου στο φεγγάρι, χτυπώ το ελιξίριο με το γουδοχέρι μου και κρατώ την πριγκίπισσα φυλακισμένη στο κάστρο. Ο ήλιος δεν πέφτει πίσω από το φεγγάρι και το φεγγάρι δεν κάνει πως φωτίζεται, αν δεν του πω εγώ. Αν θέλω, μπορώ να πάρω την πριγκίπισσα και να φύγω προς έναν πολύ μακρινό πλανήτη, χωρίς κανένα ίχνος φωτός, και θα ξεχάσετε ακόμη και την ιδέα του ελιξιρίου. Κουνελάκι μου λαμπρό, φέγγε μου να σκοτωθώ, θα φώναζε ο θεός. Θα ‘κραζε σαν τη λυσσασμένη αλεπού : για την ακρίβεια, δεν έχω πόδια, το δέρμα μου μπορεί να σκιστεί και να σαπίσει με το παραμικρό, το πρόσωπό μου είναι σα μια διαστρεβλωμένη εικόνα από πίνακα ζωγραφικής που η βροχή έλιωσε όλα του τα χρώματα. Μετά βρήκα θεό και όλα άλλαξαν : είδα τη ζωή μου να καλυτερεύει, αφού κάθε παλιά μου αναπηρία ήταν αμελητέα μπροστά στη νέα. Κι όμως ο θεός, ως καλύπτρα όλων των κακών, πράγματι βοηθάει. Θα έκοβα το ποτό κι όλα τα παρελκόμενα, το θεό ποτέ. Όποιος πολεμά το θεό, πολεμά τη φαντασία. Αυτός που βλέπει τα πάντα λογικά και ρεαλιστικά, με θράσος θα κατέλυε το θεό του χωριάτη, και με τον ίδιο τρόπο την ελπίδα του αναπήρου. Βρήκα θεό. Φαντάστηκα τον εαυτό μου, επινόησα τον εαυτό μου, και να ‘μαι, εγώ πάνω σ’ έναν γλυκύτατο, τρυφερό θρόνο. Όταν έπαψε να μιλά ο θηλυκός θεός που ουρεί όρθιος, βρήκα το νόημα της ζωής. Μ’ άφησα να κόψω το στήθος μου σε κομμάτια. Αυτό το πλάσμα είναι τόσο υπέροχο. Έχει ένα στήθος κομμένο, ένα ολόκληρο, ένα μαραμένο γιαπωνέζικο πέος, μακριά γαλάζια μαλλιά και πρασινοκόκκινα σημάδια στα χέρια του. Ο κόσμος των χρωμάτων ανοίγει για ‘μας και μόνο για ‘μας. Ο κόσμος είχε και θα έχει πάντα μια όμορφη πλευρά, ακόμη κι επισκιασμένη, ακρωτηριασμένη, απομονωμένη ή ασθενική. Η ομορφιά είναι πάντα ομορφιά. Αυτό το πρόσωπο του κόσμου είναι το ανυπόφορο από τα πολλά. Γι’ αυτό και θέλω να πεθάνω, γιατί ακόμη και η λίγη ομορφιά του κόσμου, έχει για ‘μένα ένα βάρος, ένα μεγαλείο ασήκωτο.
A.K.
Σιδερένιοι κι αβάσταχτοι
Έφυγε το κορμί μας ένα μεσημέρι τυχαίο
Να πλύνει την καρδιά του να τη στύψει απ’ το ξένο νερό
Θα δείτε παντού πεθαμένα πουλιά, παρατημένα στη σήψη, ακόμη και μες στην άνοιξη, ακόμη και κάτω από τον πιο ζεστό ήλιο. Κι ο αθώος πεθαίνει κι ο λοιμός του δεν κοιτάζει τον ήλιο. Ένα μωρό που γεννάς από το στόμα, θέλει να κόψεις την γλώσσα σου μαζί με το λώρο, να μιλάς ως εκ τούτου με τα δόντια και τα χείλια μονάχα. Όταν θα βγεις στο μπαλκόνι να ξεκουραστείς, θα συνειδητοποιήσεις πως όλα είναι γκρίζα, αλλά ευτυχώς, εσύ θα έχεις φυτέψει στις γλάστρες σου ροζ και κόκκινα γαρύφαλλα, ελπίζοντας τα γαρύφαλλα να μην βγάζουν πύον. Υπάρχουν σώματα μ’ αρκετό απ’ αυτό μέσα τους. Κίτρινο ή κιτρινοπράσινο, είμαστε σχεδόν πριγκίπισσες στην αρρώστια. Ας είχαμε μόνο τη μεγάλη ευτυχία να περπατάμε στα τέσσερα. Τότε θα ήμασταν πλούσιοι. Πλούσιοι σαν ένα πεύκο. Ο άνθρωπος είναι το πεύκο. Ένας ξερός, λιγνός φλοιός που ραγίζει αποκαλύπτοντας ένα ποτάμι από ολόχρυσο ρετσίνι. Ο χυμός είναι μια έκσταση, μια γιορτή, ο Βάκχος, ο Πάνας και ο Σαβάζιος. Κι όσο για τη σελήνη που κοιτάζεις, εκεί είναι το θησαυροφυλάκιο, ενώ εμείς καθόμαστε εδώ και φιλάμε πένθιμα το κολοσσιαίο ψάρι της κατάστασης και τις λειχήνες της κακοδοξίας. Είμαι ο Απόλλωνας και ο Υάκινθος. Ιδανικότερα θα ήμουν ο Ερμής. Είμαι ένα κουνέλι, αλλά δεν είμαι αυτό που φαίνομαι. Κάπου στο φεγγάρι, χτυπώ το ελιξίριο με το γουδοχέρι μου και κρατώ την πριγκίπισσα φυλακισμένη στο κάστρο. Ο ήλιος δεν πέφτει πίσω από το φεγγάρι και το φεγγάρι δεν κάνει πως φωτίζεται, αν δεν του πω εγώ. Αν θέλω, μπορώ να πάρω την πριγκίπισσα και να φύγω προς έναν πολύ μακρινό πλανήτη, χωρίς κανένα ίχνος φωτός, και θα ξεχάσετε ακόμη και την ιδέα του ελιξιρίου. Κουνελάκι μου λαμπρό, φέγγε μου να σκοτωθώ, θα φώναζε ο θεός. Θα ‘κραζε σαν τη λυσσασμένη αλεπού : για την ακρίβεια, δεν έχω πόδια, το δέρμα μου μπορεί να σκιστεί και να σαπίσει με το παραμικρό, το πρόσωπό μου είναι σα μια διαστρεβλωμένη εικόνα από πίνακα ζωγραφικής που η βροχή έλιωσε όλα του τα χρώματα. Μετά βρήκα θεό και όλα άλλαξαν : είδα τη ζωή μου να καλυτερεύει, αφού κάθε παλιά μου αναπηρία ήταν αμελητέα μπροστά στη νέα. Κι όμως ο θεός, ως καλύπτρα όλων των κακών, πράγματι βοηθάει. Θα έκοβα το ποτό κι όλα τα παρελκόμενα, το θεό ποτέ. Όποιος πολεμά το θεό, πολεμά τη φαντασία. Αυτός που βλέπει τα πάντα λογικά και ρεαλιστικά, με θράσος θα κατέλυε το θεό του χωριάτη, και με τον ίδιο τρόπο την ελπίδα του αναπήρου. Βρήκα θεό. Φαντάστηκα τον εαυτό μου, επινόησα τον εαυτό μου, και να ‘μαι, εγώ πάνω σ’ έναν γλυκύτατο, τρυφερό θρόνο. Όταν έπαψε να μιλά ο θηλυκός θεός που ουρεί όρθιος, βρήκα το νόημα της ζωής. Μ’ άφησα να κόψω το στήθος μου σε κομμάτια. Αυτό το πλάσμα είναι τόσο υπέροχο. Έχει ένα στήθος κομμένο, ένα ολόκληρο, ένα μαραμένο γιαπωνέζικο πέος, μακριά γαλάζια μαλλιά και πρασινοκόκκινα σημάδια στα χέρια του. Ο κόσμος των χρωμάτων ανοίγει για ‘μας και μόνο για ‘μας. Ο κόσμος είχε και θα έχει πάντα μια όμορφη πλευρά, ακόμη κι επισκιασμένη, ακρωτηριασμένη, απομονωμένη ή ασθενική. Η ομορφιά είναι πάντα ομορφιά. Αυτό το πρόσωπο του κόσμου είναι το ανυπόφορο από τα πολλά. Γι’ αυτό και θέλω να πεθάνω, γιατί ακόμη και η λίγη ομορφιά του κόσμου, έχει για ‘μένα ένα βάρος, ένα μεγαλείο ασήκωτο.
A.K.
Φωτογραφίες : Άντζυ
(You know... thanks, beautiful bitch...)