WALPURGISNACHT





Για ‘σένα αυτό που είναι παράλογο, είναι για τον αδερφό η αρχή των πάντων
Το αίμα που ρέει μέσα στη φλέβα αντίθετα, ο Υιός του Ανθρώπου και ο Υιός
Της Σκύλας ασταύρωτοι, τώρα κι οι δυο ταγμένοι υπέρ εκείνου που απαρνούνται ·
Το λεπτό σκίσιμο στη διάφανη κάλτσα της γριάς από το συρμάτινο πλέγμα
Η ευσπλαχνία του ανίκανου οστού που υπερβαίνει την οντότητά του και λέει
Ας προχωρήσεις, ξετρελαμένο σώμα, ένα βήμα ακόμη έως αυτά που απέμειναν
Όχι για να τραβήξει ο καιρός σου περισσότερο, μα για να μην πεθάνεις εδώ.

Ο δηλητηριασμένος καρπός της καταληψίας, ήλιος που δύει και ανατέλλει ξανά
Ώστε να μην μπορεί κανείς ν’ αμφισβητήσει, πως ο καθένας έχει μια κόλαση
Ν’ ανασαίνει για κείνον με τόσο πόθο, που ούτε το πνεύμα το άπληστο για σύνεση
Δεν αντιστέκεται. Συγχώρεσέ με, που η μιζέρια μου είναι ευμάρεια
Και η βλαστήμια μου ευλογία · ευτυχισμένος για κάθε μου άλγος,
Στο σιδερένιο κρεβάτι του Αγίου Βικεντίου, αδιαφορώ αν καίγομαι κι αν πεθαίνω.

Δώσε μου κι άλλο θάνατο, αυτό είναι που ζητάω, μη με λυπάσαι χέρι μου,
Πόδι μου και μυαλό μου, βλέφαρο, μη λυπάσαι ν’ ανοίξεις μπροστά σ’ αυτό
Που σ’ απειλεί με τύφλωση, στόμα, μη φοβάσαι να τραγουδήσεις
Αυτό που κάνει τ’ αυτιά των κωφών να εξεμούν τα κεκρυμμένα τους και αίμα,
Μη φοβάσαι να μ’ εγκαταλείψεις για να με σώσεις, ο ερυθρός λαιμός του κρεμασμένου
Μία φωνή με το δικό σου χρώμα ξεριζώνει από τ’ απύθμενο βάθος του.

Το κορμί που πάσχει από άθραυστα δεσμά, δίνει στον πνεύμονά του αέρα υψηλότερο
Από κείνον τον ελεύθερο που ούτε για μια φορά δεν άκουσε το σκυλί της καταπίεσης
Να σκίζει τις σάρκες του θηράματος έξω από το ίδιο του το κατώφλι.

Σταυρέ, αγκάλιασε το κεφάλι της εξορίας · δώσε μας το θεό μέσα από το θάνατο
Τόσα ξέρει και το δειλό ιερό, που προσκυνά το ραβδί που θα το ραγίσει
Σαν απροσάρμοστο παιδί, που θ’ αγαπήσει κάποτε την βία που το νουθετεί
Και θα το ρίξει πάλι στην ίδια βία, στον ίδιο ματωμένο κόλπο απ’ όπου εξήλθε
Σαν ένα ακόμη εύχρηστο προϊόν της προκαθορισμένης ημέρας, καθώς έρχεται
Και καθώς φεύγει, δεσμευμένη απ’ όλους εκτός από το λόγο εκείνου που τη ζει.

Η ομορφιά είναι το λευκό καρκίνωμα κι ολόκληρα τα σώματά μας ο μαστός
Του πειρασμού, τα πνεύματά μας ο άλλος μαστός, ο μαστός της διχόνοιας
Πάνω στ’ οστέινο στέρνο του θεού · η στύγια γυναίκα μες στο θεό
Ανταμώνει με το αρσενικό μου σώμα.

Κανείς δεν είναι αρκετά αιρετικός για να επιζήσει εκεί που ορθοδοξία
Είναι η περιπάθεια κι όλοι έχουν στο σαρκικό κελί συστήσει μια εκκλησία.
Ας καεί ο θεός στην άφυλη, ηθική μου πυρά, ας μην πιστέψω σε τίποτε άλλο
Δάκρυ οργισμένο κυλά στη σκιά του τσεκουριού ο τελευταίος ιδρώτας του ακόλαστου
Είναι αυτός που προσπαθεί πιο πολύ απ’ τους άλλους να σύρει το πτώμα της εποχής
Μακριά απ’ τις κούνιες των παιδιών του. Η σήψη είναι τακτική και αδέκαστη
Αλλά ας έρθει για τον καθένα στον καιρό του.



α.κ.