Η ΓΟΡΓΟΝΑ

Στους άφθονους δρόμους μιας σκοτεινής χώρας περπατάμε, τα ίδια τα υποδήματά μας δαιδαλώδη, στενά ή φαρδιά σαν τα χέρια μας, ωθούν τα νύχια μας να τρυπήσουν τη σάρκα ή το δέρμα μας να καεί ψάχνοντας ένα καλό σημείο ν’ αναπαύσει το μυ που φέρνει από κάτω του. Το βήμα είναι ο τρόμος της φυλακής, το αργό ή το επίμονο σύρσιμο, η μελωδία που ανατριχιάζει τους τοίχους καθώς το βαρύ τους χρώμα ξεφτίζει πέφτοντας στο σιδερένιο κρεβάτι, απαλά όπως οι βλεφαρίδες ενός αμέριμνου στο λευκό μαξιλάρι. Το στήθος μου βαραίνει και με πονά. Βγαίνω στους δρόμους γυμνός να θηλάσει το φύλο μου τους επαίτες και τους ρακοσυλλέκτες, τους άρρωστους που αργοσβήνουν στα παράνομα σοκάκια και τ’ αδέσποτα σκυλιά που τ’ αγνά μάτια τους πλησιάζουν με φόβο το χέρι μου. Στο στήθος μου τρώει ο γιος τον πατέρα, ο αδερφός τον αδερφό. Στον εμφύλιο του γάλακτος και του αίματος, καρκινικές ιαχές φέγγουν σαν ένα απόμερο χωριό από πάμφτωχα, οργισμένα φεγγάρια. Το στήθος μου είναι η παλαίστρα μου, ο κόλπος μου η κοιλάδα του θανάτου, όπου οι ένδοξοι κι άσημοι νεκροί ξαπλώνουν κουρασμένοι στη στεγνή γη, να ζεστάνουν στην άθαφτη ομορφιά τους κάτω από τον μαύρο, βλεννώδη ήλιο των εμμήνων μου. Όταν με τ’ αδρανή χείλη μου αγκαλιάζω ένα τραγούδι, βγάζω τα λόγια του απ’ το επώδυνο σιγίλιο του θηλυκού. Θα μας ξεκάνουνε κάποτε αυτά τα μαλλιά κι αυτά τα βλέφαρα που ο χρόνος κι ο κλεπταποδόχος ύπνος προσφέρουν πράα στο μαξιλάρι, σα να ‘ταν δικά τους. Το κατράμι της ευγνωμοσύνης μου φέρνει δυο μαύρες γραμμές στα πρόσωπα των ετοιμοπόλεμων παιδιών μου. Πάντα πολεμάμε τη νύχτα, τη νύχτα που το χάδι της μας αφήνει γυμνούς και μας παγώνει. Ό,τι δεν έκανα μού μπήγει το αγκάθι της περιέργειας, μα ό,τι έκανα το αγκάθι της ντροπής. Από τα δυο αγκάθια, ας με κατέτρωγε το πρώτο αυξημένο μύριες φορές, παρά μια ελάχιστη του δεύτερου. Ντροπιάζω αυτό που υπηρετώ κι απ’ τ’ ότι υπηρετώ ντροπιάζομαι. Κουράστηκα να δίνομαι στο δύσκολο σπέρμα, κουράστηκα να γεννάω και ν’ αναθρέφω λιοντάρια που στριγγλίζουν και που γι’ αυτά ένα σωρό παγωμένοι άνθρωποι μ’ άνοιξαν με τα δάχτυλά τους, για να τραβήξουν τα χοντρά, ανάποδα κεφάλια. Αν μπορούσα για μια πρώτη και τελευταία φορά να ζήσω, θα γεννούσα στο δρόμο ένα άφυλο, απρόσωπο πλάσμα, μ’ άπειρα στήθη ανάγλυφα στ’ αυστηρό σώμα του, για να ‘χει ο λαός να φάει όταν εγώ θα ‘χω φύγει. Τίποτα δεν έζησα όσο έδωσα. Δέχομαι να γεννώ, να ξεπετώ τα βλαστάρια μου ορμητικά σα να εξεμούσα το ποτό μου απ’ τη μήτρα, μόνο για να τους κληροδοτήσω το χρέος μου. Απ’ όπου το κορμί μου έχει άνοιγμα, πηγάζει σώμα, γάλα ή αίμα. Όταν διψά η αφή του αγαπημένου μου, λούζω τα μαλλιά μου με θαλασσινό νερό. Γονατίζω σ’ αυτούς που υπέφεραν περισσότερα από ‘μένα και μ’ αυτήν την αβαρή υπόκλιση θριαμβεύω πάνω στον εαυτό μου. Έστω για το παρόν και για το καρπερό φεγγάρι που δεν έσβησε ακόμα. Όσο για το δικαίωμά μου στον κόσμο, αυτό δεν είναι παρά η πάχνη που ντύνει τα επιβλητικά βράχια στα σαπφείρινα βουνά, που αν και πελώρια, μοιάζουν σα να μπορώ μόλις να τα κλείσω στην αγκαλιά μου, όταν κάθομαι από μακριά και τα κοιτάζω, κρυφά σαν το σάτυρο που γεννιέται και πεθαίνει παρθένος, αφού η μουσική αυγή που ξυπνά το αίμα στο ροδόχρου μέτωπο των κοριτσιών, περιπαίζει τη σάρκα αλλά καμία σάρκα δε διαθέτει, που θα μπορούσε να τρέξει τρελαμένα στο αγωνιώδες μονοπάτι του δράματός της, την άχρονη μέρα εκείνη όπου ο υμένας της θα ράγιζε σαν ένα γυάλινο μπουκάλι που περικλείει ένα αδάμαστο κομμάτι πάγου. Ένα ποταπό δίκρανο, ένα αχρείο χαλινάρι, η αγάπη για την ψυχή που μαρτυρεί την ενοχή της. Είμαι ο ένοχος, ο ζωολάτρης που προσκύνησε τα θυσανωτά πτηνά των αστικών ηθών και ήπιε το χορταστικό μέταλλο στο όνομα των άλλων. Κανείς δεν είναι μονάχα ένας, μήτε δύο, αλλά πολλοί, μία μορφή για κάθε δωμάτιο που αλλάζει, χιλιάδες μορφές για τις μέρες και τις ώρες. Η ταυροκέφαλη εργασία με περιμένει, να λογχίσω τη ράχη της με τα πλουμιστά δόρατά μου ή να λογχιστώ απ’ τα κέρατά της. Πρέπει να βρίσκουμε τη δύναμη να σκοτώνουμε για τη διασκέδασή μας. Πώς είναι να σπάει το νόημα της θεατρικής μου ομορφιάς και του ηρώου των φίλων μου η διχασμένη πέτρα? Ξέρω να δίνομαι στους άνδρες για διασκέδαση, κι έτσι ξεχνώ πως είμαι στείρος. Ανυπάκουος θα χαλάσω όλες τις θυγατέρες των ελπίδων και θα ζήσω σα θεός.


Άντζυ Κ.