ΤΑ ΑΙΔΟΙΑ ΤΟΥ ΕΝΤΟΥΑΡ ΣΙΜΟ



Ικανοποίησα την ψυχή και το σώμα αφήνοντάς τα να ‘ναι ανεξάρτητα, ελεύθερα πάνω στο βρέφος της γης που κανείς δεν πατάει, του νερού που δεν πίνει κανείς. Είπα στη φωτιά να μη μας πλησιάσει ξανά και στην πέτρα να γίνει μαλθακή, να μεθύσει με τα φρούτα μας κι όχι με τα κρέατά μας, ειδάλλως να φύγει κι αυτή. Καθρέφτες στα μαρμάρινα πατώματα, καθρέφτες κι έξω στο χώμα, ανάμιξα τις φλέβες μου με τις φλέβες του ζητιάνου, ικανός να του δώσω το αίμα μου, όταν θα του ‘λειπε. Εγώ ποτέ πια δε θα ‘παιρνα απ’ το δικό του, παρά μόνο λίγο απ’ το νόημά του, όταν και ‘μένα κάποτε θα μου χρειαζόταν να ντυθώ το κορμί του ζητιάνου. Τ’ άρωμα που αφήνουνε τα παστρικά μας σώματα, που τα πλένουμε σε μια αγκαλιά τέτανου όλη κι όλη, μοιάζουν στο παιδί και μοιάζουν στη μάνα του, στον γέρο παππού μας ναυτικό, που έκαψε τα χέρια του, στις κινέζες παλλακίδες, στις βάρβαρες που ξεγεννούσαν επάνω στ’ άλογα, στα φτωχικά θέατρα με τους πρόχειρους νεαρούς, που μας ετοίμαζαν τον καφέ μας κι έπειτα άλλαζαν να ‘πανε να ενσαρκώσουν τον οδυνηρό άνθρωπο, τον απάνθρωπο άνθρωπο, τον γιο που δεν μπορεί να πεθάνει ακόμα κι αν το ‘θελε, γιατί ‘ναι φτιαγμένος από μελάνι. Μελανοί, μαύροι άνθρωποι, μ’ έντερα από γαλάζιο, σφαιρικό ημιμορφίτη, πόδια καρκινικά αντίστροφα, καρδιές βαλσαμωμένες στο σίδερο και την απαρχή του κόσμου, μαλλιά με ήβες, χείλη νοτερά, ψημένα στην πρωκτολειχία. Επισκεφτείτε το ομαδικό όργιο του θανάτου χωρίς να ξοδέψετε ήλιο. Θα βρείτε πολλούς φίλους στο θάνατο. Θα σας περιμένουν σαν πάνινες κούκλες μ’ ανθρώπινη ζωή. Γυναίκες ελλοχεύουν στα παράλια των πορνείων, καβούρια μελαμψά, λευκά, κόκκινα και κίτρινα, καβούρια μ’ ωραία μουνιά ή συφιλιδικά, ξερακιανά ή χυμώδη, γυμνά ή περίτεχνα σκαλισμένα στο χέρι του ξυραφιού, σκισμένα από γέννες φλόγινες, κρεουργημένα από παρθενορραφές προτεσταντικές, διαμάντια που κρέμονται διαλαλώντας τον εαυτό τους από μια πιθαμή ψυχής, γαντζωμένη στη νύχτα. Ανόρεχτα, μαρτυρικά, όπως το θέλετε κύριε. Κέρατα στου καθένα το κεφάλι, οι μεγάλες προσπάθειες, οι ευσεβείς πόθοι, τα οράματα, οι επιλογές και οι αποφάσεις. Στις λινές εστίες που καίνε διάσπαρτες στο φουστάνι της ευνουχισμένης νύφης, εκεί η αφή αποκτά το νόημα της τιμωρίας. Πατέρα μου που διαβάζεις του χωραφιού τα μνημονεύματα, μητέρα μου που κάθε μέρα ενοικείς το αίμα της ήβης σου, μικρά μου αδέρφια, γιοι που δεν ήρθατε ακόμα, στων βαρβάρων το φθόνο για το κρασί και το κρέας που ξαναβαφτίζουν την μαραμένη πολιτεία στη μαλθακότητα, όπως είπα, μια χώρα καινούρια για ‘μας, ατελείωτη βαθαίνει στους ήχους των αλμυρών νερών και της αλόης. Στο στήθος της προσεύχονται άνθρωποι από αζουρίτη και μάλαμα. Πλατιά πανιά από καράβια παιδιών και αθώων μεταφέρουν ακριβά καρυκεύματα, κι από μια χρυσή χούφτα κάποιου καλού αρωματικού, γι’ αυτόν που θέλει να κάνει ένα δώρο στη γυναίκα που πρόκειται να ζητήσει σε γάμο. Το σπίτι πλουτίζει σαν βάφεται με τις μυρωδιές των καρυκευμάτων. Άσε το χρυσό, που δεν υπακούει στη φύση, ακολούθησε τα θειάφια. Τόλμα, αν θες να γίνεις σοφός, καθώς είπε ο μεγάλος Ρωμαίος.






Άντζυ Κ.